ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Οι Δαιμονισμένοι
Εκδόσεις Οδός Πανός 2021, ISBN 978-960-477-479-1
‘Οι Δαιμονισμένοι’ επί σκηνής
Συνέντευξη στον Σταύρο Χουλιαρά
‘Οι Δαιμονισμένοι’, είναι το καινούργιο βιβλίο τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις ‘Εκδόσεις Οδός Πανός’, τιμώντας τα διακόσια χρόνια από τη γέννηση τού Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Είναι ένα εντελώς σύγχρονο θεατρικό έργο βασισμένο στο μυθιστόρημα τού μεγάλου Ρώσου κλασικού μα και στη θεατρική προσαρμογή που είχε κάνει ο Αλμπέρ Καμύ το 1959. Με μικρές αλλαγές που το κάνουν να ρέει ακόμη καλύτερα, είναι το ίδιο -και πάντα επίκαιρο- κείμενο πάνω στο οποίο βασίστηκε η ομότιτλη όπερα που ανέβηκε το 2001 από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
-Αναφέρετε στον πρόλογο τού βιβλίου σας ότι οι ‘Οι Δαιμονισμένοι’ -‘Les Possédés’- τού Albert Camus είναι ένα θεατρικό έργο που όσο και αν διαφέρει σε φόρμα, δεν προδίδει σε τίποτα το αρχικό μυθιστόρημα…
ΑΑ. Πράγματι, η θεατρική προσαρμογή που έκανε ο Καμύ και τη σκηνοθέτησε ο ίδιος ένα χρόνο μετά είναι εξαιρετική. Είναι η μόνη μεταφορά που στέκει στο ύψος τού πρωτοτύπου, σε αντίθεση με κάποιες άλλες προσπάθειες που πνίγηκαν μέσα σ’ αυτό ορμητικό ποτάμι. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τού σημαντικού Πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Βάιντα, που το 1988 σε μια μεγάλη παραγωγή, μετέφερε στην οθόνη τούς ‘Δαιμονισμένους’· ταινία όμως που παρά τις μεγάλες προσδοκίες, ήταν μάλλον μια αποτυχία, έξω απ’ το κλίμα που ήθελε και θα μπορούσε να δώσει.
-Το δικό σας κείμενο ακολουθεί τη δομή του θεατρικού που έγραψε ο Καμύ;
ΑΑ. Δεν το έκρυψα ποτέ -και το έγραψα μάλιστα- ότι προσωπικά, οφείλω όλη την εργασία μου στον Καμύ. Και δεν έχω καμιά δυσκολία να δηλώσω πως αν δεν είχε κάνει εκείνος την εξαιρετική θεατρική του προσαρμογή, δεν θα σκεφτόμουν ποτέ να προχωρήσω μόνος. Ήταν μια πολύ παραγωγική μαθητεία για μένα τότε· πριν τριάντα τόσα χρόνια -κοπιωδέστατη βέβαια- το να αισθάνομαι πως κάθεται συνέχεια πίσω μου ο Καμύ που, με τις ευλογίες τού Ντοστογιέφσκι, σε κάθε φράση και κάθε λέξη ακόμα που έγραφα, ήταν έτοιμος να μού τραβήξει το αφτί αν έκανα κάτι που δεν ήταν μέσα στο πνεύμα τού έργου.
-Πού ταυτίζεται το κείμενό σας και πού διαφοροποιείται σε σχέση μ’ εκείνο;
ΑΑ. Ακριβώς αυτό ήταν το πρόβλημά μου: Γιατί δεν ήθελα να αποκλίνω διόλου, από το πνεύμα τού έργου, μα ήξερα συνάμα πως τα πλαίσια μέσα στα οποία ήμουν αναγκασμένος να κινηθώ ήσαν αυστηρά καθορισμένα· καθώς γνωρίζουμε πως στην όπερα έτσι κι αλλιώς πρέπει να υπάρχει βραχυλογία, και πως όχι μόνο δεν ακούγονται όλα καθαρά, μα έχουμε και αρκετές απώλειες λέξεων. Έπρεπε λοιπόν, χωρίς να υπεραπλουστεύσω κάνοντας μιαν αφελή και ανόητη καρικατούρα, να δημιουργήσω κάτι πολύ πιο σύντομο. Δεν συζητώ βέβαια για το πρωτότυπο τού Ντοστογιέφσκι που είν’ ένα μεγάλο μυθιστόρημα αρκετών εκατοντάδων σελίδων, αλλά και το θεατρικό τού Καμύ είναι επίσης πολύ μεγάλο. Εκεί ήταν όλη η δυσκολία και εκεί επικεντρώθηκε η προσπάθειά μου· με μοναδικό γνώμονα την εκ νέου υπόμνηση και την ανα-βίωση τού κλασικού αυτού αριστουργήματος. Χρησιμοποιώντας μάλιστα τις ευκολίες τού υπολογιστή που αμέσως μετράει και τις λέξεις, είδα τώρα τελευταία πως το κείμενό μου είναι το μισό απ’ όσο είναι το κείμενο τού Καμύ. Ελπίζω μόνο πως δεν είναι σα να σηκώθηκε απ’ την τάβλα τού Προκρούστη, βάναυσα ακρωτηριασμένο, και πως είναι ένα κείμενο που διαβάζεται με ενδιαφέρον· όντας συνάμα και ένα σύγχρονο θεατρικό έργο που μπορεί να σταθεί επί σκηνής στις μέρες μας. Αυτή ήταν η δική ευθύνη.
-Σε σχέση με την εκφορά τού λόγου επιτρέψτε μου να προχωρήσω με μια ιδιαίτερη ερώτηση· έχοντας κατά νου τον κλασικό πια ‘Σιμιγδαλένιο’ σας αλλά και το ‘Οχιναιλέγοντας’: Σας πέρασε η ιδέα να ξαναγράψετε τους ‘Δαιμονισμένους’ σε έμμετρο λόγο;
ΑΑ. Ωραία ερώτηση που δεν την είχα σκεφτεί· καθώς δεν με απασχόλησε ποτέ γιατί έγραψα τον ‘Σιμιγδαλένιο’ το 1991, μα και το ‘Οχιναιλέγοντας’ το 2010, σε ποιητικό έμμετρο λόγο. Κατ’ αρχήν ‘Οι Δαιμονισμένοι’ προηγούνται. Είναι το πρώτο έργο που έχω φτιάξει. Δεν είναι σχήμα λόγου που λέω πως επιστρέφω συχνά σ’ αυτό, απ’ τον περασμένο αιώνα! Είναι όντως μεγάλη ιστορία, πολλών ετών: Η αρχική, πρώτη γραφή του τελείωσε δυο τρία χρόνια πριν τον ‘Σιμιγδαλένιο’. Τότε λοιπόν, θέλοντας να είμαι όσο γίνεται πιο κοντά στους ήρωες τού Ντοστογιέφσκι, δεν μού πέρασε καν απ’ το νου η ιδέα πως θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω έμμετρο λόγο· πράγμα άλλωστε που δεν είχα κάνει ποτέ μέχρι τότε. Μπορώ να πω μάλιστα πως θα μού φαινόταν εντελώς εκτός κλίματος· καθώς ήμουν βυθισμένος στο ύφος τού μυθιστορήματος, και τίποτα μέσα σ’ αυτό δεν μού δημιουργούσε την παραμικρήν επιθυμία να θέλω να φτιάξω ρίμες. Ήθελα να είμαι όσο γίνεται πιο πιστός στο πρωτότυπο. Με τον ‘Σιμιγδαλένιο’ και με το ‘Οχιναιλέγοντας’ τα πράγματα ήσαν τελείως διαφορετικά: Δεν θα αναλύσουμε τώρα γιατί έγραψα αυτά τα δυο έργα σε ποιητικό λόγο· είναι άλλη ιστορία που δεν έχει θέση εδώ. Θα πω μόνο πως όλοι ήρωες εκεί, είναι δικοί μου ήρωες και μπορούσα να τους κάνω ό,τι θέλω εγώ, και να τους πω να πουν ό,τι και όπως το θέλω· χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Πράγμα που προφανώς δεν συνέβαινε, ούτε και ήθελα να συμβεί, με τους ‘Δαιμονισμένους’ τού Ντοστογιέφσκι. Φέτος ωστόσο, ξαναδουλεύοντας το κείμενο, με αφορμή τα διακόσια χρόνια από τη γέννηση τού μεγάλου Ρώσου, και πάλι δεν μού πέρασε διόλου απ’ το μυαλό να μεταβάλλω άρδην τον λόγο, τον ήχο τού κειμένου. Κάποιες μικρές αλλαγές -κι ένα κόμμα ακόμα- ναι· μα όχι να το κάνω έμμετρο.
-Θεωρείτε ότι το κείμενό σας ευτύχησε ή ατύχησε με τη μουσική επένδυση εκείνης τής όπερας;
ΑΑ Δεν θέλω να μπω σ’ αυτή τη συζήτηση που δεν έχει κανένα νόημα, τόσα χρόνια μετά. Εμένα, που έφτιαξα το κείμενο -το λιμπρέτο τής όπερας- μού αρκούσε το γεγονός πως έγινε μια μεγάλη και σοβαρή παραγωγή στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Και μάλιστα με τη συμμετοχή και τού British Council. Ήμουν ικανοποιημένος που το κείμενό μου το σκηνοθέτησε o Stephen Langridge, που διαπρέπει σήμερα διεθνώς. Χάρηκα που ο έγκριτος μουσικοκριτικός Γιώργος Λεωτσάκος έγραψε τα καλύτερα λόγια γι’ αυτό: «…το θεατρικότατης δομής και οικονομίας λιμπρέτο τού Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, με αφετηρία τη διασκευή από τον Αλμπέρ Καμύ τού δίτομου μυθιστορήματος, σε σχεδόν πρωτογενή σκηνική δημιουργία…. Εξ άλλου ο Αδαμόπουλος -σοβαρότατος άνθρωπος- κράτησε αποστάσεις από την μελοποίηση…» Κι ακόμα που ο Γιάννης Κόκκος μού είχε γράψει πως: «…είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η δουλειά σας πάνω στο λιμπρέτο των Δαιμονισμένων…» Αυτά μού αρκούσαν για το κείμενό μου τότε· δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο.
-Τώρα, τόσα χρόνια μετά, θελήσατε ν’ αλλάξετε κάτι στη διάρθρωση των Πράξεων ή των επί μέρους Σκηνών τού έργου;
ΑΑ. Όχι· δεν άλλαξα καθόλου τη δομή τού έργου. Και σ’ αυτό με είχε βοηθήσει πολύ απ’ την αρχή, η πηγαία και εντελώς αυθόρμητη στάση τού Δημήτρη Χόρν. Να εξηγηθώ: Το 1988, όταν είχα ολοκληρώσει τη μετάφραση τής θεατρικής προσαρμογής τού Καμύ, οργανώθηκε μέσω κοινών μας φίλων μία συνάντηση στο σπίτι του, όπου -ξεκινώντας απ’ το απόγευμα, μέχρι αργά τα μεσάνυχτα- τού διάβασα όλο το έργο, που τον ενθουσίασε. Τον συγκλόνισε μπορώ να πω· καθώς δήλωσε έτοιμος ν’ ανέβει ξανά στο σανίδι, παίζοντας τον Στεπάν Τροφίμοβιτς· τον ηλικιωμένο, γοητευτικό, φλύαρο και μάλλον επιφανειακό διανοούμενο (που τον υποδυόταν ο Ομάρ Σαρίφ, στο έργο τού Βάιντα). Φευ· δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο… Κάμποσο καιρό μετά, όταν είχα τελειώσει πια και το δικό μου κείμενο, καθώς συναντηθήκαμε σε μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής, που τότε άρχισε να λειτουργεί, με χαιρέτησε από μακριά φωνάζοντας μου δυνατά: «Γεια σου Νικολάι Σταυρόγκιν!» «Πώς είστε αγαπητέ μου Στεπάν Τροφίμοβιτς;» τον αντιχαιρέτησα κι εγώ στον ίδιο τόνο, πλησιάζοντάς τον. Και την επομένη βρέθηκα απέναντί του πάλι, να τού διαβάζω ξανά· εκείνη τη φορά όμως το δικό μου κείμενο. «Τι έργο!» μονολόγησε. «Εύγε. Μην αλλάξεις τίποτα. Δεν κατάλαβα διόλου τι διάολο έχεις κόψει, τι έχεις ράψει, τι άλλαξες. Έτσι όπως κυλάει όμως, για μένα είναι το ίδιο ακριβώς έργο.»
Και για μένα· η άμεση εκείνη αντίδραση ήταν η καλύτερη κριτική.
-Κάνατε κάποιες αλλαγές στα πρόσωπα τού έργου;
ΑΑ. Όχι, δεν άλλαξα τίποτε απολύτως: Και γιατί δεν ήθελα, δεν έπρεπε, ν’ αλλάξω, μα και γιατί δεν χρειάστηκε ν’ αλλάξω κάτι. Οι καταστάσεις και τα πρόσωπα βρίσκονται στην τσαρική Ρωσία τού 19ου αιώνα, όπου το επαναστατικό κλίμα έβραζε και φούντωνε, με κυρίαρχη τάση όμως ακραία στοιχεία· ημιμαθείς φανατικούς αρνητές των πάντων, οι οποίοι μέσα από εντελώς πρωτόγονες αναλύσεις περί δήθεν ισότητας, ευαγγελίζονταν κοινωνικές αλλαγές που με τη χρήση τής ωμής βίας και μόνο θα κατέληγαν υποτίθεται στον κομμουνιστικό παράδεισο. Από την άλλη μεριά έχουμε και μιαν άρχουσα τάξη που είτε είναι νωθρή και διεφθαρμένη, είτε δεν έχει ιδέα τι ακριβώς συμβαίνει και δεν βλέπει το επικίνδυνο δηλητηριασμένο δίχτυ που απλώνεται παντού. Τέτοια πρόσωπα όμως, δεν είναι εντελώς ξένα στις μέρες μας.
-Αλλάξατε το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εξελίσσεται το έργο;
ΑΑ. Ούτ’ εκεί χρειάστηκε να αλλάξω κάτι. Ο μέγας Ντοστογιέφσκι κατάλαβε και προέβλεψε από το 1870 τις θλιβερές συνέπειες που θα είχε για όλη την ανθρωπότητα το μηδενιστικό εκείνο πνεύμα. Μ’ άλλα λόγια συνέλαβε όλη τη φρίκη και περιέγραψε με ανατριχιαστική ακρίβεια το τι πράγματι συνέβη στη Ρωσία, λίγες δεκαετίες μετά, με την επικράτηση τού μαρξισμού λενινισμού και με την επιβολή τέτοιου είδους καταπιεστικών καθεστώτων σε πολλά άλλα κράτη, μέσα στον 20ο μα και στον 21ο αιώνα. Γι’ αυτό άλλωστε και ‘Οι Δαιμονισμένοι’ δεν κυκλοφορούσαν ποτέ κανονικά στη Σοβιετική Ρωσία και ήσαν το κόκκινο πανί για τον Στάλιν.
-Η λεγόμενη ‘πρόοδος᾽ μπορεί να ευθύνεται για τον ‘δαιμονισμό’ της κοινωνίας μας;
ΑΑ. Το τραγικό είναι πως οι ακραία επαναστατικές εκείνες ιδέες όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν με την τεράστια υλική πρόοδο που συντελέστηκε στην ‘πολιτισμένη’ και τόσο ‘προχωρημένη’ εποχή μας, αλλά μεταλλάσσονται αναβιώνοντας συνεχώς και δίνοντας τροφή σε λογής-λογής φανατισμούς. Άλλοτε καλυμμένες κάτω από καινοφανείς θεωρητικές αναλύσεις και άλλοτε εντελώς ωμά· και μάλιστα με άμεση δορυφορική κάλυψη, μπροστά στα μάτια μας. Δεν νομίζω πως είναι υπερβολή αυτό που λέω, με τα διάφορα που συμβαίνουν γύρω μας. Γι’ αυτό και στο οπισθόφυλλο τού βιβλίου, δεν έγραψα τίποτε δικό μου για μια σύντομη παρουσίαση τού έργου, μα σταχυολόγησα από εδώ κι από εκεί λόγια τού ίδιου τού Ντοστογιέφσκι, που είναι σα να γράφτηκαν τώρα:
«…Ο καλύτερος τρόπος για να εξαπατήσεις τον κόσμο· είναι να κηρύξεις ανοιχτά το δικαίωμα στην ατιμία… Ποιες ιδέες; Σαχλαμάρες· δράση χρειάζεται μόνο. Θα τα ρημάξουμε όλα· τίποτα δεν θα μείνει όρθιο: Να η ισότητα· τα ρέστα είναι σαχλαμάρες!.. Όλοι θα είναι σκλάβοι και ίσοι μέσα στη σκλαβιά… Άρα θα πρέπει να ισοπεδώσουμε: Θα ρίξουμε το επίπεδο τής εκπαίδευσης. Και τού ταλέντου… Όσοι έχουν κάποιο ταλέντο θέλουν να πάνε μπροστά: Θα φιμώσουμε λοιπόν τον Κικέρωνα, θα τυφλώσουμε τον Κοπέρνικο και θα ξεπαστρέψουμε τον Σαίξπηρ… Να το σύστημά μου: Τίτλοι, οφίτσια, καρέκλες: Γραμματέας… Ταμίας… Πρόεδρος… Και ο φόβος τής γνώμης: Τρέμουν μην τους πούνε αντιδραστικούς και αναγκάζονται να είν’ επαναστάτες. Δεν έχουν δική τους γνώμη. Άρα θα σκέφτονται όπως θέλω εγώ… Κι αν κάποιος έχει πολλές αρετές· τον καθαρίζουμε κι αυτόν, ή τον ρίχνουμε στη φυλακή… Ακόμα και οι πολύ όμορφοι θα καταργηθούν!.. Και κάτι ακόμα: Βάλε τέσσερις να σκοτώσουνε τον πέμπτο -γιατί τάχαμου είναι σπιούνος- και θα ’ναι όλοι τους, για πάντα, δεμένοι με το αίμα…»
-Θεωρείτε τους ‘Δαιμονισμένους’ ως φρούτο που παράγεται από την κοινωνική κακία ή μπορεί να έχει και άλλου είδους προεκτάσεις;
ΑΑ. Όλα μαζί: Άρρωστες ψυχές που τρέφονται απ’ την άρνηση και την καταστροφή μόνο· νεκρές ψυχές ανίκανες να ενωθούν και ν’ αγαπήσουν, μα και οργανωμένοι σκοτεινοί ‘θεωρητικοί’ που θέλουν την Εξουσία. Το αποτέλεσμα το ζούμε μάλλον. Γι’ αυτό και ‘Οι Δαιμονισμένοι’ είν’ εντελώς σύγχρονοι· δυο αιώνες μετά. Και έτσι φωτίζεται και δικαιώνεται πλήρως η ξεκάθαρη άποψη τού Καμύ -ήδη απ’ το 1960- για τον Ντοστογιέφσκι: «Για πολύ καιρό πιστεύαμε πως ο Μαρξ ήταν ο προφήτης τού 20ου αιώνα. Τώρα ξέρουμε πως η προφητεία του έχει ξεφτίσει. Και ανακαλύπτουμε ότι ο αληθινός προφήτης είναι ο Ντοστογιέφσκι: Προφήτεψε τη βασιλεία των μεγάλων Ιεροεξεταστών και τον θρίαμβο τής Δύναμης πάνω στη Δικαιοσύνη.»
-Μένουν όμως κάποια πρόσωπα πίσω· η Ντάσσα ας πούμε: Μπορούν άραγε να χρησιμοποιήσουν την εμπειρία τους επ’ αγαθώ τής κοινωνίας ή θα ακολουθήσουν τους επόμενους Δαιμονισμένους;
ΑΑ. Αυτό είναι το ζητούμενο, το μέγα πρόβλημα: Γιατί η αθάνατη ράτσα τού κατ’ εξοχήν συνωμότη, τού εντελώς ‘δαιμονισμένου’ μηδενιστή Πιέρ Βερχοβένσκι, που αρνιέται και θέλει να καταστρέψει τα πάντα για να κυριαρχήσει ο ίδιος, όχι μόνο δεν εξαφανίζεται, μα συνεχίζει -ταξιδεύοντας μάλιστα σ’ ένα βαγόνι τής 1ης θέσης- να υφαίνει μέσα στο άρρωστο μυαλό του νέα σκοτεινά σχέδια· δήθεν για το καλό τής ανθρωπότητας. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η τραγική ελπίδα τού Ντοστογιέφσκι, μέσα σε όλο εκείνο το ζοφερό αρνητικό κλίμα, καθώς δείχνει τη δική του θετική στάση, πασκίζοντας να γιατρέψει την αίσθηση τής ταπείνωσης με την ταπεινότητα και τον μηδενισμό με την αυταπάρνηση. Αν η Ντάσσα -και η κάθε Ντάσσα- το καταλάβει αυτό, ίσως υπάρχει κάποια ελπίδα. Ίσως…
Σταύρος Χουλιαράς
Μουσικολόγος – Εκπαιδευτικός
stavroshouliaras@hotmail.com