Η Μαντόνα με τα βιβλία
Είναι ωραία συνήθεια η παραχώρηση των βιβλίων. Αλλάζουν χέρια και κυκλοφορούν από τύχη, εκπληρώνοντας όμως μια βαθύτερη μοίρα. Το εξώφυλλο στην δική μου περίπτωδήταν σκισμένο και κάπου προς το τέλος, έγραφε το παρακάτω απόσπασμα.
[…Λιτή τραπεζαρία, γαλάζιος φωτισμός. Ίσως χάραμα, όμως οπωσδήποτε μια ώρα μετέωρη αρκετά. Η Μπεά, κοντά στα εξήντα με τραγικό χτένισμα και λογιών χρυσαφικά μοιράζει τα καλά του Θεού. Η μικρότερη είναι η Άναμπελ μια έφηβη πρωτοφανούς ομορφιάς. Φανταστείτε πως χθες κιόλας στην αγορά της Δρέσδης την γυρέψανε για νύφη. Και πλήρωναν γερά μα η Μπεά ούτε να το ακούσει. Και έτσι μεγαλώνει το σπάνιο ρόδο κοντά της. Όμως υπάρχει ακόμη ο παράγων Κλαιρ, η μεσαία, μισητή αδελφή. Αυτή δεν πολυνοιάζεται και ίσως ζηλεύει κάπως την Άναμπελ. Και έτσι βάζει τα δυνατά της να την στείλει στο ίδρυμα. Η Μπεά την μαλώνει μα εκείνη λέει πως είναι αρκετά μεγάλη και πως μπορεί να αποφασίζει μονάχη της. Η Μπεά την παίρνει με το καλό, κάποτε προσβάλλεται, διακόπτει την κουβέντα με ένα νεύμα.
Όπως τώρα. Ζητά να μιλούν χαμηλότερα. Έξω περνούν εργάτες, η πρωινή βάρδια έχει αρχίσει. Η Άναμπελ δεν έχει βγάλει μιλιά. Οι δυο τους κοιτάζουν την έφηβη. Καμιά τους δεν μιλά. Επειδή αν το κάνουν θα γκρεμιστεί ο κόσμος. Πρώτη η Μπεά κάτι πάει να ψιθυρίσει, κάτι πολύ μικρό που χάνεται, μια λεπτομέρεια, σαν αυτές που προσθέτουμε επάνω στα λόγια κάποιου άλλου. Η Κλαιρ είναι σαφής. Χθες χτύπησε η πόρτα. Τρεις φορές. Είχε βαθύ σκοτάδι, όμως κοίταξα. Κοίταξα καλά. Και τον είδα. Ανέβηκε από την κληματαριά, έτσι δεν είναι Άναμπελ; Η Μπεά ορμά στα δωμάτια, ανακατώνει τον κόσμο, μαζεύει το σεντόνι της Άναμπελ και κατεβαίνει στην κουζίνα. Δεν την νοιάζουν πια οι εργάτες, θέλει να μάθουν όλοι τι κακό βρήκε το σπιτικό της, η Κλαιρ λέει πως λυπάται και κρύβει το πρόσωπό της πίσω από ένα μπουκέτο ανθισμένες ντροπές. Μέσα της χαίρεται. Το σεντόνι είναι σημαδεμένο. Άναμπελ, τι πήγες και έκανες; Τι; Η πόρτα ανοίγει, η Άναμπελ γυμνή ανάμεσα στους εργάτες γυρεύει λύπηση. Κάποιοι γελούν, ένας της δίνει το πανωφόρι του, κάποιος άλλος κουράγιο. Δεν έχει θέση για σένα εδώ και η Κλαιρ γελά πίσω από τον καπνό του τσιγάρου της. Χαρούμενη που τελειώσανε με αυτήν την μικρή. Η Μπεά σαν να κλαίει μα έχει ένα σπιτικό να κρατήσει. Γεννήθηκε καλοκαίρι, μονολογεί, αυτό θα΄φταιξε…]
Άφησα το βιβλίο πλάι μου. Καλή σου τύχη, ψιθύρισα και συλλογίστηκα ποια να είναι η Άναμπελ από όλα αυτά τα γενναία ρόδα που περνούν από το γαλάζιο μου στενό. Κοίταξα πλάι μου και είδα την ιστορία γραμμένη στο πρόσωπό της. Αν ήταν ζωγραφιά θα είχε έναν τίτλο όπως η Μαντόνα με τα βιβλία. Το κράτησε στα χέρια της και χάθηκε, σαν να περίμενε μέχρι τώρα για αυτήν μοναχά την τελετή. Σαν να΄ρθε για αυτόν τον σκοπό και πια τίποτε δεν την κρατούσε. Μετά σκέφτηκα πως μόνο στα καλειδοσκόπια μπορείς να δεις που κατοικούν σήμερα οι παλιοί σου αγαπημένοι και πίστεψα πως είχα τουλάχιστον μια ελπίδα για να την εφεύρω και πάλι. Γελάστηκα. Έπεσα και πνίγηκα μες στα λαμπιόνια που βάφουν τον δρόμο.
Απόστολος Θηβαίος