Ιστορία βασισμένη στην φωτογραφία του ΄72
Με το κορίτσι που μάχεται,
του
Colman Doyle
Η Κέισι δεν φοβάται καθόλου τα όπλα. Διαθέτει δυο άστρα για μάτια και πίνει σαν άντρας. Όλοι στην πόλη την ξέρουν με το μικρό της όνομα. Και ακόμη γνωρίζουν καλά πως η Κέισι αγαπά ένα από τα παιδιά των δρόμων και πως όταν πίνει γίνεται ευαίσθητη μες στην αγκαλιά του. Ξυπνά μονάχα για να τραγουδήσει μερικούς σκοπούς της πατρίδας και έπειτα αποκοιμιέται ξανά μες σε κλάματα και σε όνειρα. Η Κέισι φορά ένα κατάμαυρο, δερμάτινο παλτό, η Κέισι διαθέτει ένα οπλοπολυβόλο, γεμίζει και οπλίζει και σκοπεύει με επιδεξιότητα σκοπευτή. Ασχημονεί, χειρονομεί ενάντια στους Βρετανούς που πολιορκούν την γωνιά της. Ο φίλος, ο έρωτας και ο αδελφός της στέκει στο πλάι της με διαλυμένο το αριστερό του χέρι. Τίποτε δεν της λέει, μονάχα σφίγγει τα δόντια και σκίζει ένα κομμάτι από του πουκάμισό του και δένει την πληγή. Κοιτάζει την Κέισι και πιστεύει στα αλήθεια πως είναι όμορφη, πως τώρα μπορεί να αντικρίσει αν το θέλει ο θεός τον θάνατό του.
Μα η Κέισι καθόλου δεν συμφωνεί. Αλλού το λένε αγάπη και αλλού αφοσίωση, μα εδώ, σε τούτα τα μέρη το λένε machine gun και είναι ο ήχος του το κυρίαρχο της εποχής μας φωνήεν. Η Κέισι γρυλλίζει σαν ζώο, καθώς τα πυρά εξοστρακίζονται γύρω της και εκείνη φορά το φουστάνι της που ΄ναι αγορασμένο μονάχα για τις Κυριακές και μονάχα για εκείνον. Η Κέισι δεν έχει τίποτε να φοβηθεί, η ιστορία χρεοκοπεί εκεί εμπρός της και η Κέισι πυροβολεί Άγγλους στρατιώτες. Μοιάζει να θέλει περισσότερο από εκείνους να νικήσει, είναι μια βασίλισσα που υπερασπίζεται την τελευταία γραμμή της άμυνας. Έπειτα ξεκινά η ζωή της που είναι δίχως αθωότητα, επειδή δεν υπήρχε ποτέ τέτοιο πράγμα, μήτε φωνές ισοδύναμες.
Καλύτερα παραδόσου όσο είναι νωρίς ουρλιάζουν τα μεγάφωνα μα η Κέισι το γλεντά τώρα και πυροβολεί και ετοιμάζεται κατάπληκτη να περάσει στην αιωνιότητα. Τίνος πόλεμος είναι αυτός εδώ Κέισι, ποτέ δεν θα το μάθεις. Τα πυρά διασταυρώνονται και η Κέισι πέφτει νεκρή.
Τότε θα πουν η Κέισι διέθετε πρόσωπο ομορφότερο από του φεγγαριού και έπινε την μπύρα όπως τα καθώς πρέπει κορίτσια απολαμβάνουν το κονιάκ. Καλύτερα παραδόσου ουρλιάζει ο διμοιρίτης που την προσεγγίζει με βήματα προσεκτικά, μα κορίτσια σαν την Κέισι ποτέ δεν αποκοιμιούνται. Και όλοι στο Μπέλφαστ το ξέρουν πως η Κέισι σκοτώθηκε με ένα πολυβόλο στο χέρι της. Το τσίρκο θα περάσει και τι κρίμα, θεέ μου τι κρίμα, όλοι θα θυμούνται την δόλια την Κέισι και εκείνη την υαλογραφία που είχε για πρόσωπο.
Αργά την νύχτα την κυκλώσανε. Βρήκαν πάνω της πάνω από εξήντα σφαίρες. Την κηδέψανε με το λευκό μανδύα της παρθενίας της και έπειτα οι φίλοι και οι συγγενείς μέθυσαν στην παμπ που η Κέισι αγαπούσε περισσότερο. Στην Τρύπια δεκάρα το πιο ξακουστό από τα ποτοπωλεία στην άγρια μεριά της πολιτείας.
Έπειτα η ιστορία τέλειωσε απότομα. Εκείνο το κορίτσι που δεν κρατούσε πολυβόλο αλλά ένα έξοχο αμπαζούρ φιλήθηκε σταυρωτά με κάποια φιλενάδα, οπλίστηκε με υπομονή και με θάρρος και πέρασε μέσα από το γαλάζιο μου στενό, σαν όραμα φευγαλέο. Πρόλαβα το άρωμά της να ξεχωρίσω, τίποτε περισσότερο. Ήταν όμορφη δεν λέω και απόψε αυτήν βάζω στην θέση του κοριτσιού που πυροβολεί σε κάποια φωτογραφία. Κρατά, λέει μια ντάπια με νύχια και με δόντια και ούτε ιδέα δεν έχει τι όμορφος κόσμος είναι ετούτος εδώ που γέρασε και πάει.
Απόστολος Θηβαίος