[Μία ελεύθερη μεταφορά στα ελληνικά, του άρθρου: Makedonas, Eleftherios (2021), “The Trap of Representation, or A Short Treatise on the Imprisonment of Humans: Stanisław Lem’s and Andrei Tarkovsky’s Solaris,” Contemporary Lynx, Issue 2 (16), November 2021]
Το Σολάρις προβλήθηκε και στο πλαίσιο του φετινού 62ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας
Ο κόσμος είναι η αναπαράστασή μου[1]
Μία Επιστήμη κατ’ Εικόνα και καθ’ Ομοίωσιν του Ανθρώπου
Έχω συνηθίσει στη σκέψη ότι είμαι καλά θωρακισμένος με το περίβλημα μιας στιβαρής κι αδιαπέραστης οντότητα, η οποία περικλείει όλα εκείνα τα πράγματα που μου είναι οικεία κι αγαπημένα̇ εκεί βρίσκεται το όνομα που μου έχει δοθεί, το σπίτι μου, η δουλειά μου, η πατρίδα μου̇ εκεί μέσα υπάρχουν τα πάντα. Εκεί καλούμαι να ζήσω, με ασφάλεια και ειρήνη, για όσο περισσότερο χρόνο μπορέσω. Είμαι εγώ. Έχω δημιουργήσει τον δικό μου, προσωπικό κόσμο και, βεβαίως, εγώ είμαι αυτός που ορίζει και κινεί τον κόσμο αυτό. Έχω την πλήρη κυριαρχία επί του εαυτού μου, καθώς και όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις, ώστε να επεκτείνω την κυριαρχία μου αυτή και στον εξωτερικό κόσμο. Διαθέτω γνώση. Έχω δημιουργήσει την Επιστήμη.
Κι όμως, ο Σολάρις, μετά από ολόκληρες δεκαετίες συστηματικής ανθρώπινης προσπάθειας, παραμένει σήμερα πιο απλησίαστος, πιο ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό του από ποτέ. “Στο σημαντικότερο και πιο ιδιότυπο έργο του, το οποίο δεν έχει μεγαλύτερη έκταση από λίγες μόνο δεκάδες σελίδων, επιχείρησε να αποδείξει, ότι ακόμη και τα πιο αφηρημένα εκ πρώτης όψεως, τα πιο θεωρητικά και μαθηματικοποιημένα επιτεύγματα της επιστήμης, δεν έχουν καταφέρει να πάνε παρά μόνο ένα-δυο βήματα πιο μακριά από την ίδια προϊστορική, ανθρωπομορφική αντίληψή μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει, η οποία βασίζεται σε μία απολύτως χονδροειδή εμπιστοσύνη στα ανθρώπινα αισθητήρια όργανά μας,” διαβάζει ο Κρις στη σύντομη διατριβή τού καθηγητή Γκράττενστρομ, “[…] κατά κοινή ομολογία, ένα από τα πιο παράξενα άνθη τής λεγόμενης σολαριστικής φιλολογίας.”[2] “Επιστήμη! Ανοησίες!” αναφωνεί κάποια στιγμή στην ταινία τού Ταρκόφσκι, ο μεθυσμένος Σνάουτ.[3]
Ανθρωπομορφική, πράγματι. Γιατί, σε αντίθεση με το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, μόνο ο άνθρωπος επιχειρεί μονίμως να συνδεθεί με τον κόσμο γύρω του μέσω κάποιου άλλου πράγματος – διαφορετικού από τον ίδιο τον κόσμο per se – που δεν είναι άλλο από τον εαυτό του. “Γίνεται λοιπόν σαφές, ότι αυτό που [νομίζει ότι] γνωρίζει δεν είναι ο [ίδιος ο] ήλιος κι η [ίδια η] γη, αλλά ότι το μόνο που υπάρχει εκεί είναι ένα μάτι, το οποίο κοιτάζει τον ήλιο κι ένα χέρι, το οποίο αισθάνεται τη γη̇ ότι ο κόσμος που βρίσκεται γύρω του υπάρχει εκεί μόνο ως αναπαράσταση, με άλλα λόγια, μόνο ως μία παραπομπή σε κάποιο άλλο πράγμα κι αυτό το άλλο πράγμα είναι αυτό που διαρκώς αναπαριστά [τον κόσμο], μ’ άλλα λόγια ο εαυτός του.”[4] Εξ ου κι ο ανθρωπομορφισμός κι η αυτοαναφορικότητα κάθε ανθρώπινης γνώσης, η οποία την καθιστά τελικά αστεία και, όλο και πιο συχνά, επικίνδυνη. Ο τρομακτικός περιορισμός των ανθρώπων στην απόπειρά τους να γνωρίσουν τον κόσμο είναι ότι, εξ’ ορισμού, τον πλησιάζουν αναγκαστικά μέσω των ιδιωτικά κατασκευασμένων αναπαραστάσεών τους και, υπ’ αυτήν την άποψη, πραγματικά μοιάζουν με ονειροπαρμένους ή με υπνοβάτες, όπως παρατήρησε πολύ νωρίς ο Νίτσε: “[…] και ότι ο εκπληκτικός βαθμός συνέπειας και συγγένειας που παρουσιάζουν οι διαφορετικές μορφές ανθρώπινης γνώσης μεταξύ τους, πιθανότατα είναι και θα συνεχίσει να είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος που έχουμε εφεύρει, για να διαιωνισθεί ο παγκόσμιος χαρακτήρας τής ονειροπόλησης, μαζί και η αμοιβαία κατανόηση που έχουν μεταξύ τους οι απανταχού ονειροπόλοι και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να διαιωνισθεί επίσης και το ίδιο το όνειρο καθαυτόν.”[5] Με τον τρόπο που το αντιλαμβάνεται ο Κρις: “Οι άνθρωποι δεν σταματούν να κάνουν υποθέσεις, ακόμη κι εκείνοι που θεωρούν ότι οι ίδιοι είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην έχουν καν επίγνωση αυτής της συνεχούς διεργασίας που συμβαίνει μέσα τους.”[6]
Η Μεγαλύτερη από Όλες τις Φαντασιοπληξίες: η Ανθρώπινη Σκέψη
Στην πραγματικότητα, η ανθρώπινη σκέψη φαίνεται να μην είναι τίποτε παραπάνω από το σύνολο των προσωπικών μας ονείρων, καθώς αυτά αναδύονται από τη συνείδησή μας. Οι ‘επισκέπτες’ που βασανίζουν ανηλεώς τους ήρωες τού Σολάρις, έχουν την ίδια ονειρώδη υπόσταση που έχουν και η σκέψη κι η συνείδησή μας. Είναι κι αυτοί απλές αναπαραστάσεις, ομοιώματα, εικόνες, ακριβώς ίδιες μ’ αυτές που δημιουργεί η σκέψη, με τις οποίες επιχειρούμε να αναπαραστήσουμε αυτόν τον κόσμο στον εαυτό μας, ευελπιστώντας ότι ίσως έτσι καταφέρουμε να συλλάβουμε κάποτε το βαθύτερο νόημά του̇ και, υπ’ αυτήν την έννοια, αποτελούν υπολείμματα της πραγματικότητας, έτσι όπως αυτά εντυπώνονται στην ασαφή κι αβέβαιη επιφάνεια των εγκεφάλων μας̇ κι ο πλανήτης Σολάρις δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ένα πιστό αντίγραφο – μία ακόμη αναπαράσταση – της τρικυμιώδους εκείνης φαιάς επιφάνειας που είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος: “Ο Σολάρις δεν αποτελεί απλά και μόνο ένα γιγαντιαίο σύστημα εγκεφάλου, η ίδια η ύλη από την οποία αποτελείται είναι ικανή να παράγει και σκέψη.”[7] Με άλλα λόγια, να γεννά ακατάπαυστα κίβδηλες εικόνες, φανταστικές καίτοι αληθοφανείς οντότητες, τις οποίες επιμένουμε ξεροκέφαλα να αντιμετωπίζουμε ως πραγματικές.
Προφανώς, ο Σολάρις κατάφερε κατά κάποιον τρόπο να σαρώσει και να απορροφήσει πλήρως τη σκέψη και τη συνείδηση των επιστημόνων και στη συνέχεια να αναπαραγάγει πιστά το περιεχόμενό τους με τη μορφή των ‘επισκεπτών,’ αντιδρώντας πιθανότατα μ’ αυτόν τον τρόπο στην επιθετικότητα των επιστημονικών τους φιλοδοξιών και στις απόπειρές τους να εισβάλουν στα δικά του μυστικά̇ ή θέλοντας να μας υπενθυμίσει, ότι όσο κι αν προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε στα μυστήρια της ζωής και του σύμπαντος με όχημα την αξιοθρήνητα ανθρωπομορφική μας γνώση, ποτέ δεν θα καταφέρουμε να υπερβούμε ακριβώς τα όρια αυτής της στενά ανθρωπομορφικής, ανθρώπινης, πολύ ανθρώπινης σκέψης μας̇ η κάθε μας προσπάθεια να τα υπερβούμε ή καλύτερα, η κάθε κίνηση του μηχανισμού τής σκέψης μας που προσπαθεί, υποτίθεται, να τα υπερβεί, είναι εξ’ ορισμού καταδικασμένη να προσκρούει πάνω στην όμοια με ωκεανό επιφάνεια του Σολάρις – στην επιφάνεια της συνείδησής μας – και να επιστρέφει πάλι πίσω σ’ εμάς, με τη μορφή μιας νέας, αλλά εξίσου ψευδούς, αναπαράστασης. Και η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται εις το διηνεκές, απαράλλακτη: “… εμείς βρισκόμαστε στο ακριβώς αντίθετο άκρο και αυτό που λέμε είναι πως “οτιδήποτε σκέπτεται η σκέψη μας είναι εκ των πραγμάτων καθαρή φαντασιοπληξία.”[8]
Οπωσδήποτε, έχουμε μία μάλλον αόριστη εσωτερική αίσθηση της τραγικής μας κατάστασης, η καλύτερη επιβεβαίωση της οποίας είναι το γεγονός ότι μονίμως υποφέρουμε. Ο Σολάρις βασανίζει τους επιστήμονες του Διαστημικού Σταθμού με το πιο επώδυνο βασανιστήριο που μπορεί κανείς να φανταστεί για ένα ανθρώπινο ον: εγκαθιδρύοντας μέσα τους μια ακατάπαυστη εσωτερική μάχη με τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτό δεν συμβαίνει άλλωστε στην πραγματικότητα και στις ζωές μας; Η συνείδησή μας είναι μία άοκνη γεννήτρια εικόνων̇ κι ο Σολάρις το ίδιο̇ κι εμείς, καλούμαστε ανά πάσα στιγμή να κατανοήσουμε τις εικόνες αυτές, να τις τακτοποιήσουμε μέσα μας με έναν κάπως υποφερτό τρόπο ή, σε ακραίες περιπτώσεις κρίσης, να τις πολεμήσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε, για να καταλάβουμε πολύ γρήγορα, ότι για μία ακόμη φορά όλες μας οι προσπάθειες υπήρξαν εντελώς μάταιες και ότι τα φαντάσματά μας βρίσκονται και πάλι εδώ, ξανά και ξανά, κατακλύζοντας τον εγκέφαλό μας, προκαλώντας μας ασφυξία μέχρι θανάτου: “Πέταξες κι εσύ το μελανοδοχείο σου στον Λούθηρο;”[9] ρωτάει ο Σνάουτ σαρκαστικά τον Κρις, λίγο μετά από την πρώτη του συνάντηση με τον δικό του ‘επισκέπτη,’ ένα εκπληκτικά αληθοφανές κινούμενο ομοίωμα της γυναίκας του Χάρι, η οποία έχει πεθάνει εδώ και χρόνια.
Ποιος Ακριβώς θα Αστυνομεύσει ποιον, όταν το Δρών Υποκείμενο και η Πράξη είναι Επίσης Απλές Φαντασιοπληξίες;
Είναι εντελώς μάταιο να προσπαθεί κανείς ν’ απαλλαγεί από τους ‘επισκέπτες’ αυτούς, εφόσον το δρών υποκείμενο και η πράξη, αυτός που σκέφτεται κι η σκέψη του, το αίνιγμα κι ο ερμηνευτής τού αινίγματος, ο φόβος κι αυτός που φοβάται είναι όλες τους διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας νεφελώδους, άυλης κι ως εκ τούτου μη πραγματικής ουσίας από την οποία αποτελείται η ανθρώπινη συνείδηση και ο Σολάρις: “[…] τόσο η δράση, όσο κι ο δρων είναι απλές φαντασιοπληξίες”, μας προειδοποιεί ο Νίτσε.[10] Το κοινό σημείο εκκίνησης της σκέψης και της συνείδησής μας είναι το λάθος: “[…] το λάθος ως η απαραίτητη προϋπόθεση ακόμη και της ίδιας τής σκέψης. Πριν ακόμη υπάρξει σκέψη, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει προηγηθεί μία επινόηση.”[11] Το λάθος, κατ’ επέκταση, πρέπει να βρίσκεται επίσης και στον πυρήνα τής μνήμης: “Όμως και η μνήμη διατηρεί κι αυτή τη συνήθεια των παλαιών ερμηνειών, δηλαδή της λανθασμένης αιτιότητας – έτσι ώστε, αυτό που αποκαλούμε η “εσωτερική εμπειρία” τού ανθρώπου περιέχει εκ των πραγμάτων μέσα του τις συνέπειες όλων των εσφαλμένων αιτιακών φανταστικών επινοήσεων που έχουν προηγηθεί.”[12] Μέσα σ’ αυτήν την ελώδη επικράτεια των εσφαλμένων αναπαραστάσεων, τι νόημα θα μπορούσε να έχει το να αυτονομηθεί η μία φανταστική οντότητα έναντι όλων των άλλων, εξίσου φανταστικών, οντοτήτων; “Σε τελική ανάλυση, είναι τόσο απαραίτητο να τοποθετούμε πάντα έναν ερμηνευτή πίσω από κάθε ερμηνεία; Ακόμη κι αυτό είναι καθαρή επινόηση, μία υπόθεση,” μας υπενθυμίζει και πάλι ο Νίτσε.[13] “Κι εσείς, θεωρείτε τους αποκαλούμενους Επισκέπτες σας σαν κάτι το εξωγενές σε σχέση μ’ εσάς, σαν κάτι το απλώς εκνευριστικό. Όμως είναι κομμάτι τού εαυτού σας, της συνείδησής σας,” εκρήγνυται η Χάρι στο πάρτι γενεθλίων τού Σνάουτ, απηχώντας τις απόψεις τού Νίτσε.[14]
Το Ανθρώπινο Όν: μια Πάσχουσα Αναπαράσταση του Κόσμου
Είμαστε αθεράπευτα παγιδευμένοι μέσα στα στενά όρια της μνήμης μας, της σκέψης και της συνείδησής μας. Πρόκειται για έναν ενιαίο, αδιαίρετο μηχανισμό, όχι για πολλούς επιμέρους, ο οποίος σχηματίζει ένα πυκνό δίχτυ φτιαγμένο από είδωλα, απίστευτα αληθοφανή, που αποτελούνται βεβαίως από την ουσία τής ζωής που έχουμε ζήσει, αλλά δεν ταυτίζονται επ’ ουδενί με την ίδια τη ζωή. Ο Σολάρις δεν είναι απλά ένας πλανήτης που μιμείται τον ανθρώπινο εγκέφαλο, είναι ο ίδιος ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Οτιδήποτε σκέφτομαι ή λέω είναι μια αναπαράσταση̇ σκέφτομαι, ενεργώ, όμως όλες μου οι ενέργειες είναι απλώς και μόνο αναπαραστάσεις̇ οτιδήποτε κάνω, οτιδήποτε αισθάνομαι, όλα εκείνα τα οποία έχω υπάρξει στο παρελθόν, που είμαι στο παρόν ή που θα είμαι στο μέλλον, είναι όλα τους δυστυχώς καταδικασμένα να είναι απλές αναπαραστάσεις̇ στην πραγματικότητα, δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας καθρέφτης τού κόσμου: ένα ακόμη είδωλο πιθανότατα, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του κόσμου βέβαια, αλλά το οποίο δεν μπορεί να είναι ποτέ ο ίδιος ο κόσμος. Είναι λοιπόν αυτή η αναπαράσταση – αυτό το ‘εγώ’ – που πρέπει πάση θυσία να καταλάβω πριν επιχειρήσω να κάνω οτιδήποτε άλλο. Είμαστε ακόμη ακριβώς ό,τι ήμασταν και πριν από 300.000 χρόνια̇ και δεν υπάρχει καμία ένδειξη δυστυχώς, ότι θα είμαστε κάτι το ριζικά διαφορετικό μετά από άλλα 300.000 χρόνια.
Τι Μπορεί να Κάνει Λοιπόν ο Φυλακισμένος Όταν Αρχίζει να Κατανοεί ότι είναι Φυλακισμένος;
Γιατί λοιπόν να πρέπει να κοιτάξουμε προς τα έξω, με το υποτιθέμενο ψυχρό βλέμμα τού επιστήμονα; Για να βρούμε τι ακριβώς; Κάποιον άλλον πλανήτη ίσως; Μα, ακόμη κι αν τον βρούμε, τι ακριβώς περιμένουμε να συμβεί; Και πάλι θα εξακολουθήσουμε να είμαστε αιώνια σκλάβοι στην επικράτεια των ιδεατών αναπαραστάσεών μας̇ και πάλι θα συνεχίσουμε να βρισκόμαστε σε σύγκρουση με τον εαυτό μας, σε ένα μόνιμο και ριζικό σχίσμα με τον κόσμο: “Είμαστε γελοίοι που επιδιώκουμε στόχους τούς οποίους φοβόμαστε και τους οποίους δεν χρειαζόμαστε,” διαπιστώνει στοχαστικά ο Σνάουτ.[15] “Να είναι ο λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε εδώ, το να αντιληφθούμε για πρώτη μας φορά τα ανθρώπινα όντα ως τον κύριο λόγο για τον οποίο οφείλουμε να αγαπάμε;” Μ’ αυτά τα λόγια, ο Κρις δίνει επιτέλους μία αρκετά ευλογοφανή απάντηση στο εφιαλτικό ανθρώπινο αίνιγμά μας.[16] Στο εγγύς ή απώτερο μέλλον, ο ανθρώπινος πολιτισμός – εάν θα υπάρχει ακόμη – δεν πρόκειται να είναι και πολύ διαφορετικός από αυτό που είναι τώρα ή από αυτό που έχει υπάρξει μέχρι τώρα. Τουλάχιστον, η συλλογική μας μνήμη δεν μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε την υπόθεση.
Εάν το αριστούργημα των Στάνισλαβ Λεμ και Αντρέι Ταρκόφσκι Σολάρις μπορεί σήμερα να συνεισφέρει κάτι ως προς τη χρόνια υπαρξιακή μας κρίση, αυτό είναι σίγουρα η επείγουσα έκκλησή του να κοιτάξουμε μέσα μας και να δούμε μήπως υπάρχει κάποια δυνατότητα να επιφέρουμε μία ριζική μεταμόρφωση στον εαυτόν μας, αντί να συνεχίσουμε να σπαταλούμε τα περιορισμένα αποθέματα της ενέργειάς μας “επιδιώκοντας στόχους τούς οποίους φοβόμαστε – και τους οποίους δεν χρειαζόμαστε.”
Βλέπουμε ήδη, ότι δεν μπορούμε ποτέ να εισχωρήσουμε στη βαθύτερη φύση των πραγμάτων ‘από τα έξω’. Όσο βαθιά κι αν είναι η έρευνα που κάνουμε, δεν εισπράττουμε τίποτε άλλο παρά μόνο εικόνες και ονόματα. Είμαστε σαν εκείνον τον άνθρωπο, ο οποίος γυρίζει γύρω γύρω από έναν πύργο, ψάχνοντας μάταια για κάποια είσοδο, κάποιες φορές μάλιστα δίνοντας και συνοπτικές περιγραφές για τις προσόψεις του[17]
Όμως, η γνώση μετατρέπεται σε άγνοια, όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε αυτό που πραγματικά ‘είναι.’ Αυτό που ‘είναι’ είναι ο φόβος, η αταξία, η ανευθυνότητα κ.τ.λ. Για να το κατανοήσεις, δεν χρειάζεται να διαθέτεις γνώση̇ το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι απλά να κοιτάξεις. Να κοιτάξεις έξω από ‘σένα, να κοιτάξεις μέσα σ’ εσένα. Τότε θα δεις καθαρά, ότι η γνώση είναι απολύτως άχρηστη, δεν έχει καμία σημασία, όταν μιλάμε για τον μετασχηματισμό ή την αναγέννηση του ανθρώπου. Η ελευθερία δεν προκύπτει από τη γνώση̇ ελευθερία υπάρχει μόνο όταν έχει παύσει να υπάρχει το οποιοδήποτε εμπόδιο. Δεν είναι ανάγκη να ψάξεις την ελευθερία̇ θα έρθει από μόνη της, όταν θα έχει σταματήσει να υπάρχει το άλλο[18]
Notes
[1] Schopenhauer, Arthur (2015), The World as Will and Representation, Vol. I. Payne, E. F. J. (Transl.), New York: Dover Publications, Inc., p. 3.
[2] Lem, Stanisław (2017), Solaris. Johnston, Bill (Transl.), Kraków: Pro Auctore Wojciech Zemek, Kindle Edition, p. 148.
[3] Tarkovsky, Andrei (Director). (1972). Solaris (Film), Series 2, 0:38:11. Mosfilm. Available at: https://www.youtube.com/watch?v=xXa6XpaxBS0&list=PLWNhl3wjlKGvpafU1og2XeXzFA-Lw8mhf
[4] Schopenhauer, The World as Will and Representation, Vol. I., p. 3.
[5] Nietzsche, Friedrich (2001), The Gay Science. Williams, Bernard (Editor), Nauckhoff, Josefine and Del Caro, Adrian (Transl.), New York: Cambridge University Press.
[6] Lem, Solaris, p. 96.
[7] Tarkovsky, Solaris, Series 1, 0:17:08 – 0:17:11.
[8] Nietzsche, Friedrich (1968), The Will to Power. Kaufmann, Walter (Editor), Kaufmann, Walter and Hollingdale, R. J. (Transl.), New York: Vintage Books.
[9] Tarkovsky, Solaris, Series 2, 0:4:17, and Lem, Solaris, pp. 60-61. Σύμφωνα με έναν παλιό γερμανικό μύθο, τον οποίο αργότερα μετέτρεψαν σε παραμύθι οι αδελφοί Γκριμ, ο Λούθηρος μελετούσε τη Βίβλο στο γραφείο του, όταν ο Διάβολος τον επισκέφτηκε, θέλοντας να του αποσπάσει την προσοχή. Τότε ο Λούθηρος του πέταξε στα μούτρα το γεμάτο μελανοδοχείο του από το οποίο έγραφε.
[10] Nietzsche, The Will to Power, p. 267.
[11] Nietzsche, The Will to Power, p. 293.
[12] Nietzsche, The Will to Power, p. 266.
[13] Nietzsche, The Will to Power, p. 267.
[14] Tarkovsky, Solaris, Series 2, 0:41:11 – 0:41:20.
[15] Tarkovsky, Solaris, Series 2, 0:38:46 – 0: 38:50.
[16] Tarkovsky, Solaris, Series 2, 1:04:17 – 1:04:20.
[17] Schopenhauer, The World as Will and Representation, Vol. I., p. 99.
[18] Krishnamurti, Jiddu (1974), Dialogue 6 with Allan W. Anderson. San Diego, 20 February 1974.