Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος
Τα ιστορικά και πολιτικά ζητήματα με τα όποια καταπιάνεται ο εκάστοτε συγγραφέας όσον αφορά τη λογοτεχνική παραγωγή κι αποτύπωση της κυπριακής σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου είναι επί τo πλείστον συγκεκριμένα σταθερά. Το γεγονός ότι παραμένουν τέτοια δε σημαίνει ότι τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να θεωρούνται άνευ σημασίας ή ότι ολοκληρώνουν με κάποιο μαγικό τρόπο τον ιστορικό τους κύκλο επειδή απλά και μόνο πλαισιώνονται αισθητικά. Η τριλογία της Κωνσταντίας Σωτηρίου – Η Αϊσέ πάει Διακοπές (2015), Φωνές από Χώμα (2017) και Πικρία Χώρα (2019) από Εκδόσεις Πατάκη – καταπιάνεται μεν από αυτά τα ίδια τα γεγονότα αλλά μ’ ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο. Η διάφορα έγκειται στο γεγονός ότι επιτυγχάνει ν’ απεγκλωβίσει αυτά τα ίδια τα γεγονότα από τις αποστειρωμένες λογοτεχνικές τους αποτυπώσεις και τις διεκπεραιτωτικές τους γραφικότητες. Η Σωτηρίου – για να γίνω ευθύς και ειλικρινής – μας φτύνει· και μας φτύνει γιατί το λογοτεχνικό της στόμα είναι γεμάτο από χώμα. Φτύνει μια «στον νεροχύτη» και μια «στο μαντήλι σπίτια και κομμάτια της γειτονιάς». Η τριλογία ορθώνεται μπροστά στην ιστορία χωρίς να προϋποθέτει καμία a priori δοσμένη ιστορική σκαπάνη για την ανεύρεση μιας «αντικειμενικής» ιστορικής αλήθειας εν είδει κάποιου χαμένου θησαυρού αλλά ούτε και χτίζεται πάνω στην ιδέα της αυθεντικότητας της αυτοψίας μπροστά στο ιστορικό έσχατο, που στην περίπτωσή μας είναι ο πόλεμος και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πολλές φορές, άλλωστε, οι συγγραφείς μας κρύβονται πίσω από τα «αντικειμενικά» ιστορικά γεγονότα ως ένα στέρεο έδαφος που τους επιτρέπει να πλέουν ανενόχλητοι στον ακραίο συναισθηματισμό ή και στον εθνικιστικό ίλιγγο. Αντίθετα, η Σωτηρίου επιλέγει ακριβώς το αντίθετο. Στη τριλογία τα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν υποστεί καμία θεωρητική απολέπιση ώστε να παραδοθούν έτοιμα για λογοτεχνική κατάποση. Απεναντίας, τα ιστορικά γεγονότα της Σωτηρίου δημιουργούν χώρο σ’ έναν χρόνο ενεστώτα. Έχω την πεποίθηση ότι εδώ εντοπίζεται η πιο σημαντική προσφορά της Σωτηρίου στον κυπριακό λογοτεχνικό κόσμο και όχι μόνο. Το μυθιστορηματικό βίωμα της Σωτηρίου δεν έχει σχέση με την όποια μορφή αποδόμησης των ιστορικών γεγονότων, ούτε είναι ένα βίωμα-ανταποκριτή που φτάνει στ’ αφτιά μας με εύπεπτα λόγια. Μάλλον, το βίωμα αυτό φτάνει στον δέκτη του φωνή που έχει ηχογραφηθεί όντας θαμμένη βαθιά μέσα στη γη, φωνή η οποία μας στρέφει με βία το κεφάλι ώστε να αφουγκραστούμε τελικά «πόσο βάθος – έχει – ο τάφος μας». Αυτή η θαμμένη ιστορία της Κύπρου γίνεται στην τριλογία ένα λογοτεχνικό άνοιγμα στο οποίο χωράει επιτέλους η νεότερη ιστορία της Κύπρου, μιας Κύπρου όπου κανένας δεν έχει φρύδια. Χωρίς ψήγμα νοσταλγίας και χωρίς τα επιτηδευμένα εφέ της ανάγνωσης, η λογοτεχνία της Σωτηρίου ράβει με καρφίτσες και βελόνια στην καρδιά του φόβου την ίδια τη γλώσσα.