Του είχαν πέσει τα κλειδιά, περιέργως και κατά έναν σχεδόν ανεξήγητο τρόπο, μέσα στη μεγάλη, εξαγωνική, τσιμεντένια ζαρντινιέρα, μία από τις τρεις ολόιδιες που υπήρχαν σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, πάνω στον φαρδύ από κυβόλιθο πεζόδρομο.
Ήταν γύρω στα τριάντα, κάπως ευτραφής, με σγουρά, φουντωτά σαν μπάλα μαλλιά και λίγο πριν στεκόταν παραδίπλα, αμίλητος, και χάζευε με ένα αφελές και άδολο χαμόγελο θαυμασμού τον μεσήλικα άνδρα που τάιζε όπως πάντα, καθημερινά και αυτήν περίπου την ώρα, τις γάτες.
Εκείνος είχε βρει έναν τρόπο ούτως ώστε να τρώνε όλες ισότιμα -επειδή τα γατιά μάλωναν και αγριεύονταν μεταξύ τους με αποτέλεσμα τα πιο αδύναμα να μην προλαβαίνουν το φαγητό- απλώνοντας καμιά δεκαριά τούφες κροκέτας με ένα μέτρο απόσταση ανάμεσά τους, έτσι που οι γάτες το είχαν συνηθίσει και το θέαμα ήταν πράγματι αξιοπερίεργο, να τις βλέπει κανείς να τρώνε ήσυχα και πειθαρχημένα σε μία σειρά σαν στρατιωτάκια!
Καθώς ήταν νύχτα και επειδή οι ζαρντινιέρες, από τέλεια διαστροφή του σχετικού επιμελητή φυτών, ήταν φυτεμένες με ένα φυτό δρακοειδές, απίστευτα ακανθώδες, με μακριά κλαδιά και οδοντωτά, πλατιά, τεράστια φύλλα που κατέληγαν σε μοχθηρές, αιχμηρές βελόνες, δεν ήταν εύκολο να βάλει κανείς το χέρι του εκεί μέσα δίχως να τραυματιστεί.
Ο μεσήλικας άνδρας τον είδε που παιδευόταν, πλησίασε, έχωσε το χέρι του με πολλή προσοχή ανάμεσα στα ακανθώδη φύλλα, με κίνδυνο να τσιμπηθεί άσχημα, και ψαχουλεύοντας στα τυφλά, διαισθητικά και στην τύχη, ανέσυρε μετά από λίγο, χωρίς εντέλει να ματωθεί, τα κλειδιά.
Ο νέος ενθουσιάστηκε, και περιχαρής, με ένα ύφος που εύκολα καταλάβαινες πως ένιωθε καταϋποχρεωμένος, ευχαρίστησε και έφυγε.
Μετά από λίγες ημέρες τον ξανασυνάντησε στη γειτονιά.
Ο νέος μόλις τον είδε, πήρε ένα πλατύ χαμόγελο -κολακευμένος που συνάντησε τον ευεργέτη του- πλησίασε και χωρίς να χαιρετήσει είπε απότομα:
-Να σας ρωτήσω…
-Παρακαλώ…
-Δεν πέρασε αφύσικα γρήγορα αυτό το Σαββατοκύριακο;
-…Εεε!…ναι!…πως!…μα τι τα θέλετε…νομίζω εξίσου γρήγορα περνάει και αυτή η ίδια η ζωή μας!
-Α!… έκανε ο νέος, κουνώντας μερικές φορές πάνω κάτω, επιδοκιμαστικά, το κεφάλι και χαμογελώντας ικανοποιημένος έκανε μια κίνηση του χεριού που σήμαινε καληνύχτα και γρήγορα αποχώρησε.
Μετά από λίγα βράδια, καθώς ήταν σκυμμένος αδειάζοντας από τη σακούλα την κροκέτα σε λοφίσκους κι ενώ τα γατιά τρίβονταν ευχαριστημένα στα μπατζάκια του, άκουσε πίσω του μια φωνή:
-Να σας ρωτήσω…
«Αμάν!… τα βρήκαμε τα κλειδιά… ε…τα λεφτά μας!», σκέφτηκε από μέσα του, μα αμέσως, σαν να ντράπηκε για τη σκέψη του, γύρισε με όλη πια την καλή του διάθεση προς τον νέο άνδρα.
-Δεν νομίζετε ότι περνάει αφύσικα γρήγορα ο χρόνος;
-Ε…ναι…βέβαια…και το χειρότερο είναι ότι περνάει πάνω από το κορμί μας!
-Και την ψυχή μας, συμπήρωσε ο νέος.
-Ναι! συμφωνώ… συχνά έχω σκεφτεί ότι το γήρας του σώματός μας δεν είναι παρά η αποτύπωση πάνω του των βασάνων που βιώνουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας.
-Και όλα συμβαίνουν τόσο γρήγορα! Τι ώρα έχετε;
-Οκτώ, είπε ο μεσήλικας άνδρας.
-Κακώς!
-Γιατί! εσείς τι ώρα έχετε;
-Επτά.
-Δεν αλλάξατε το ρολόι σας μία ώρα μπροστά;
-Όχι, γιατί αν το κάνω θα περάσει αφύσικα γρήγορα ο χρόνος!
-Και πώς γίνεται; Δεν αργείτε, ας πούμε, στα ραντεβού σας;
-Ίσα-ίσα, με αυτόν τον τρόπο, επειδή το έχω στον νου μου, δεν αργώ ποτέ, απεναντίας βρίσκομαι εκεί μία ώρα πριν και έτσι, περιμένοντας, νιώθω τον χρόνο να κυλάει πιο αργά!
-Μα… όπως τα λέτε, θα πρέπει συνέχεια να κάνετε υπολογισμούς!
-Και τι πειράζει;… είναι εξάσκηση για το μυαλό!… σημασία έχει ο χρόνος… ο χρόνος που τρέχει τόσο γρήγορα!… η μόνη μου παρηγοριά είναι ότι τουλάχιστον υπάρχει το όριο της ταχύτητας του φωτός! Όμως… είναι και κάτι άλλο που… σκέφτηκα τελευταία…
-Τι ακριβώς;
-Να… σαν… πεθάνω ίσως ξαφνικά, για όλους τους υπόλοιπους θα έχω πεθάνει μία ώρα αργότερα, έτσι θα έχω κερδίσει ακόμη μία ώρα ζωής!
-Και αν ξεκινήσει η κηδεία σας και εσείς δεν είστε ακόμη εκεί γιατί πάτε μία ώρα πίσω;… γιατί όσο να ΄ναι, μη μου πείτε, αυτή τη φορά θα ΄ναι κάπως δύσκολο να το ελέγξετε!
-Ναι…εδώ που τα λέμε…κινδυνεύω να μην είμαι παρών στην κηδεία μου! Και γιατί είναι άσχημο αυτό;
-Δεν ξέρω… αλλά δεν μου φαίνεται συνεπής στάση. Φανταστείτε, οι δικοί σας θα κλαίνε άδικα, ενώ εσείς, τυπικά τουλάχιστον, για μία ακόμη ώρα θα βρίσκεστε εν ζωή!
-Και τι φταίω εγώ; Στο κάτω-κάτω εγώ θα είμαι ο μόνος με τη σωστή ώρα! Εν πάση περιπτώσει, δεν ξέρω για τους πεθαμένους, αλλά για τους ζωντανούς μού φαίνεται ζωτικότερης σημασίας και πιο ανθρώπινη η κανονική ώρα.
-Γιατί το λέτε;
-Ε… να…μου αρέσει να σκοτεινιάζει νωρίς, υποβάλει τους ανθρώπους, ακόμη και τα καλοκαίρια, να συμμαζεύονται έγκαιρα στα σπίτια τους, ενώ ταυτόχρονα περιορίζονται και τα φαινόμενα όχλησης. Διαφορετικά… κοιτάξτε… είναι θέμα ψυχολογίας… το καλοκαίρι, κοντεύει δέκα η ώρα και είναι ακόμη μέρα, ο άνθρωπος ξεγιελιέται, νομίζει πως μόλις τώρα ξεκινάει το βράδυ, παρασύρεται και ξεσαλώνει ξενυχτώντας, όμως και το καλοκαίρι την ίδια πάλι πολύ πρωινή ώρα ξυπνάει για να πάει -κατάκοπος τώρα πια έτσι όπως τα κατάφερε- στη δουλειά του. Αλλά… υπάρχει και κάτι άλλο σε όλη αυτήν την ιστορία…
-Όπως;
-Τον ήλιο… τον ρωτήσαμε κύριε;… τον ρωτήσαμε αν συμφωνεί; Τι θα γίνει αν πάρει ανάποδες με τα καμώματά μας και γυρίσει την τροχιά της Γης μία ώρα πίσω ή αν θέλει, μία ή και δύο ώρες ακόμη περαιτέρω μπρος, επιτείνοντας τα αποτελέσματα της ήδη απερίσκεπτης βιασύνης μας; Αυτός είναι το αφεντικό στο κάτω-κάτω! Ποιοι νομίζουμε τέλος πάντων πως είμαστε, να επεμβαίνουμε έτσι αυθαίρετα σε τόσο θεμελιώδεις αρχές και ζητήματα όπως ο χρόνος, παραβιάζοντας τους νόμους και τους ρυθμούς της φύσης… νομίζετε ότι αυτή η ύβρις θα μείνει χωρίς συνέπειες;
-Μα δεν πειράζει… ξέρετε… απλώς μια σύμβαση είναι…
-Όχι… παρακαλώ, έχει σημασία! Δεν έχετε ακούσει ότι λιώνουν οι πάγοι; Θέλετε να λιώσουν μία ώρα αρχύτερα;
Οι γάτες είχαν εν τω μεταξύ τελειώσει το γεύμα τους και, όπως πάντα μετά το φαγητό, αυτοκαθαρίζονταν διασκορπισμένες παραπέρα, σαλιώνοντας το μπροστινό πόδι και περνώντας το έτσι υγρό, επίμονα, πολλές φορές, από το πρόσωπό τους.
Έριξε λίγο νερό στο πήλινο δοχείο, τακτοποίησε κάπως τον χώρο συμμαζεύοντας την άδεια σακούλα και το μπουκάλι, και έτοιμος πια να καληνυχτίσει στράφηκε ξανά προς τον νέο:
-Ήταν πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα η συζήτησή μας, τόσο που, χωρίς να το καταλάβω, πέρασε η ώρα πολύ γρήγορα!
-Αφύσικα γρήγορα! τον διόρθωσε εκείνος.
Ο Γιώργος Μπινιχάκης, Κρητικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1963. Έφηβος έγραφε ποιήματα, λίγο αργότερα τραγούδια. Παρακολούθησε σε ωδείο τη βασική θεωρία της μουσικής και λίγα μαθήματα κλασικής κιθάρας. Σταδιακά μέσα στα χρόνια, μελέτησε σε βάθος τη μουσική, χωρίς επίσημες σπουδές. Σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης. Έχουν κυκλοφορήσει πέντε c.d. με τραγούδια του. Σήμερα εξακολουθεί να ζει στην Θεσσαλονίκη, γράφοντας κυρίως μουσική για το θέατρο και διηγήματα.