Δεν θα ΄χε μεσημεριάσει όταν μια παράξενη φιγούρα βγαλμένη θαρρείς από τους άθλιους ή κάποιο μυθιστόρημα ψυχογραφικό με έντονο ενδιαφέρον στις σκηνοθεσίες και τα πράγματα τα πιο απαρατήρητα, φάνηκε στο γαλάζιο μου στενό. Τα κορίτσια που κάθονταν κάτω από τις νεαρές νερατζιές, θέλεις από φόβο και ενόχληση, φιλήθηκαν γι΄αντίο και οι δρόμοι τους χώρισαν. Ο άγνωστος έσυρε τα βήματά του. Σαν με πλησίασε αναγνώρισα πάνω στο σώμα και το φέρσιμό του ένα λεξιλόγιο δραματικό. Ήρθε και κάθισε κοντά μου και με λόγια ψιθυριστά, άνεμος σωστός μεπληγωμένη σιωπή είπε την γεμάτη αίνιγμα φράση.
«Ξέρεις, ο Μασάτζιο είναι νεκρός κιόλας από το 1428. Σκοτώθηκε σε κάποιο ρωμαϊκό ποτοπωλείο σε έναν πολύ καθώς πρέπει καυγά. Στην μνήμη του, λοιπόν», είπε ο ξένος και έβγαλε από την μέσα τσέπη του πανωφοριού του ένα παλιό, φτηνό λικέρ. Μια γουλιά του΄φτανε για να αντέξει εκείνη την επίμονη πολιορκία που δοκιμάζει τις ευαίσθητες ψυχές.
Και τότε όλα αλλάξανε στο γαλάζιο μου στενό. Μάρτυς μου ο θεός, πως όλα εκείνη την ώρα θυμίσανε την ιταλική Καρράρα, φωτισμένη αέναα από το λευκό που ξεπλένουν οι διαχρονικοί, μεσογειακοί ήλιοι. Εμπρός μου ένας τεχνίτης δουλεύει πάνω στην πόζα των πρωτόπλαστων καθώς ταξιδεύουν διωγμένοι. Όλοι παραμένουν ανυποψίαστοι για εκείνον που έχει κιόλας φανεί, αποφασισμένος να προχωρήσει την τέχνη ένα βήμα προς την ανθρωπιά. Μα για εκείνον ο καιρός δεν έχει φθάσει, όπως σήμανε πια για τον Φλωρεντινό ζωγράφο Μασάτζιο. Το τρομερό μπορούσε να περιμένει. Επιρρεπής στον έκλυτο βίο και τις δριμείες απολαύσεις, δεν θα μπορούσε να ζήσει περισσότερο από τα είκοσι οχτώ του χρόνια. Ένα μαχαίρι που έλαμψε μες στην νύχτα του πήρε την ζωή. Αυτός ο δημιουργόςπου έδωσε στην τέχνη τα πρώτα επιχειρήματά της για τις τρεις διαστάσεις καθώς και μια σειρά από ελευθεριότητες που θεμελίωσαν το φέρσιμο ολόκληρης της Αναγέννησης δεν διαθέτει καμιά τρυφερότητα. Και είναι ανίκητος, χρυσά του Ευαγγελισμού τον γεννούν, έναςάγγελος, μια ραψωδία για να υποκλίνεται η μνήμη.
«Αυτός που εγώ λογάριασα για τρελό»,συνέχισε την κουβέντα του, «ξέρεις ο Μασάτζιο, ζωγράφισε την Σταύρωση στο παρεκκλήσι της Σάντα Μαρία Νοβέλα και ετούτο ήταν το κύκνειο, καθώς λένε τ΄άσμα του. Το όνομά του θα πεταχτεί στα σκουπίδια για αιώνες μα θα΄ρθει μια φορά που ο κόσμος θα ριγήσει κάτω από ετούτη την Σταύρωση του.»
Ο άνδρας μακραίνει, μονολογώντας για ένα γενναίο ρόδο και ένα χαμένο άλμα. Κάποια ποίηση σαλεύει εντός του. Μα όπως και να έχει το πράγμα, ώρα σου καλή άγνωστε. Τώρα πρέπει να αποχαιρετήσω με την σειρά του τον Μασάτζιο που μου γνέφει μέσα από τα ερείπια της τέχνης.
Οι σημειώσεις αναφέρουν. Ήσουν καμωμένος από την φωτιά Tommaso di ser Giovanni di Mone Cassai και δεν γελιόσουν εύκολα. Μονάχα όταν καταπιανόσουν με την τέχνη σου, τότε και μόνο στο νου σου φθάνανε γλώσσες με ιερά σημάδια, λέξεις κλειδιά αυτού εδώ του κόσμου. Ολάκερη η υπόλοιπη ζωή σου, σχεδόν τρεις δεκαετίες Τομάζο παραμένει μυστική. Μα εμείς οι δυο γνωρίζουμε πως ήσουν θύμα μιας κυριαρχίας δαιμονικήςΤομάζο, μια στιγμή ακίνητη και ένα σημείο στίξεως μες σε εκείνον τον διάλογο που μαίνεται ανάμεσα στην φύση και τουςανθρώπους. Ένα είδος σταρ της εποχής, αυτό ήσουν. Και ακόμη ένας σπουδαίος, νεκρός ζωγράφος στα καπηλειά της Ρώμης.
Ο κόσμος είναι ποιητικός στο σύνολό του, αλλιώς ίσως είναι απίθανο να διαβαστεί. Και το πεπρωμένο σου Μασάτζιο είναι θάνατος και ομορφιά.
Τώρα περνά ένα κορίτσι με κατάμαυρα μάτια που μπορούν να σε δέσουν. Τώρα το απόγευμα προχωρεί από γειτονιά σε γειτονιά.Ανάβει τους φανούς και τα πάθη. Τώρα ο Μασάτζιο φαντάζει ένα χρονικό γεμάτο από κατάπτωση. Μια μικρή θα του προσφέρει μερικά λουλούδια μα κιόλας εκείνος μαζί με την γενιά του έχουν διαβεί την αιωνιότητα. Ας δώσει ο Θεός να πέσει ο ίσκιος του ανθρώπου στον κόσμο, ο ίσκιος που στα χέρια του Μασάτζιο θεμελίωσε ένα σύντομο μα αντιστρόφως ανάλογα, πλούσιο σε πρωτοπορίες έργο, κάνοντας κομμάτια την αδράνεια, το βάρος, την ύλη του κόσμου για την χάρη του σώματος και της αλήθειας.
Ένας νεαρός κρατάει μερικές εφημερίδες, στο εξώφυλλο γράφει με χαρακτήρες πηχυαίους, τα πιο κάτω λόγια.
«Εδώ έζησε και πέθανε ο άτυχος Tommaso di ser Giovanni di Mone Cassai που υπήρξε το αρνητικό της εποχής του. Παρακαλώ θαυμάστε τον καιρό που φεύγει γοργά από κοντά μας. Με της φαιδρής αύρας το τρίξιμο στα πράγματα και με τις μπούκλες των μαλλιών του που χορεύουν, με τον λεπτό φόβο που λουφάζει μες στα στήθη του. Κανείς δεν είναι αθάνατος και η λεπίδα δεν συγχωρεί.»
Κάπως έτσι γνωρίστηκα πέντε αιώνες σχεδόν μετά με τον δημιουργό της Εκδίωξης και του Πολύπτυχου της Πίζας. Κάπως έτσι το γαλάζιο μου στενό καταχωρήθηκε στις νύχτες. Ο Μασάτζιο γίνηκε ποίημα που ζυγώνει τις ζωές μας και πάλι μακραίνει στην λήθη. Ένα σπουδαίο ταλέντο που άνοιξε τον δρόμο για την Αναγέννηση αλλά και ένα πλάσμα σκοτεινό την ίδια στιγμή, κάπως περιδεές και επιρρεπές απέναντι στην αστάθεια του κόσμου. Δεν μπορεί σε τέτοιες περιπτώσεις να σταματά η ζωή. Φλαμανδοί και βυζαντινοί συναντιούνται στο έργο του Μασάτζιο που απόψε ομόρφυνε το γαλάζιο μου στενό.