Απόστολος Θηβαίος | Το γαλάζιο μου στενό λυπημένα που γιορτάζει

© Κωνσταντίνος Μάνος

[…Και αν ο καιρός θέλει αδυνατισμένο το αίσθημά μας το συλλογικό, και αν η γοητεία των πραγμάτων στερεύει, και αν όλα ουρλιάζουν την αισθητική ενός νεκρού κόσμου, μια τέτοια μέρα η ελληνικότητα, σαν στάση ζωής και σαν κλειδί, ξυπνά μες στις ψυχές μας, το βαθύτερο στοιχείο τους γίνεται. Ο Αναγνωστάκης το ‘πε του κυττάρου χημισμό και αυτό το δειλό, το αφιερωματικό σημείωμα άλλες λέξεις δεν θα γυρέψει. Για την Λέλα, τον Ανέστη, τον Αντρέα, τους ήρωες της Κοκκινιάς, για το Δίστομο και τα Καλάβρυτα, για τον θάνατο από την πείνα, για την Ιφιγένεια και τον ευγενικό σκοπό της, χρόνια πολλά Ελλάς, των μπαλκονιών και των αμβώνων θύμα, της ωραίας ερημιάς και της προσευχής μου πεδίο ευρύτατο…]

Τ΄όνειρο

Σηκώθηκε αχάραγα. Δεν είχαν μιλήσει ακόμη τα πουλιά, τίποτε δεν είχαν πει. Και η μέρα άφαντη παρέμενε και για αυτήν τίποτε δεν είχαν να πουν της πλάσης τα συνθετικά, της νύχτας τα πλάσματα. Ήρθε μες στην κάμαρη ο πατέρας, του΄πε μες στο όνειρό του, σήκω. Και ένιψε το πρόσωπό του ο ονειροπόλος, σαν να πηγαίνει στην εκκλησιά. Και φόρεσε τα καλά του τα ρούχα που τα φυλάει μονάχα για τις γιορτές και τις μεγάλες σχόλες. Σταθήκαν στο χωλ και κοιταχτήκανε που ‘ χαν τρεις μήνες και βάλε να βρεθούν. Έφτιαξαν ο ένας του άλλου τα πέτα και βγήκανε μες στην νύχτα με το ωραίο τους παρουσιαστικό και την μεγάλη φαντασίωση. Σαν να γνωρίζουν τα σώματά των, τίποτε δεν είπαν, μήτε γυρέψανε κατά πού να τραβήξουνε. Και οι δυο θυμούνται τι σημαίνει ετούτη η μέρα και οι δυο ανταμώνουν σήμερα κάτω από την δύναμη της συνήθειας που βαθαίνει σαν την αγάπη.

Τους κοιτούν τα ξενυχτάδικα που δουλεύουν κατά μήκος της λεωφόρου. Τους κοιτούν οι μεθυσμένοι και οι τρελοί της πόλης που τις νύχτες βρίσκουν συντροφιά τους άδειους δρόμους. Τους κοιτούν και δεν μιλούν, ίσως γιατί γνωρίζουν για πού τραβούν, ίσως επειδή τους είδαν πριν από χρόνια, στις ίδιες πορείες. Ο χρόνος τους σάρωσε μα είναι δυο τρεις που τους θυμούνται. Οι άλλοι έχουν προσκέφαλό τους το λιθάρι που λένε και τα μοιρολόγια.

Φθάσανε. Ανηφορίζει ο δρόμος, ο ποταμός ο στερεμένος. Έχει στις όχθες του της ζωής τις στάχτες, ο άνεμος που τις φυσά δεν τις σκορπάει. Διμοιρίες τα άστρα περνούν καμωμένα από πηλό και από φως, με την καρδιά και με τα χέρια τους δοσμένα στου ουρανού την πλάνη. Περνά η μεγάλη άρκτος με την σημαία και με την στερεότητα του ρόλου της, να και ο αυγερινός ο παραστάτης και η Βερενίκη διμοιρίτισσα μες στο μεγάλο σύμπαν. Όλα ανηφορίζουν και ο πατέρας γυρνά μονότονα την μπομπίνα της μνήμης. Και αρχίζει μια βουβή ταινία με τους δυο τους που κάθε χρόνο επιστρέφουν στην οδό Λέλας Καραγιάννη. Της μητέρας που εκτελέστηκε στο Χαϊδάρι, της Ελένης που έπεσε θύμα σαν την χώρα της την ίδια των ταγμάτων ασφαλείας. Στα πιο χαμηλά τα σπίτια, -προσφυγικά θα΄ναι-, ξημερώνουν κάτι γερόντισσες, αλλοτινές θεές, μητρότητες λησμονημένες. Δεν τους χαιρετούν, επειδή κάθε τέτοια μέρα φθάνουν οι πατεράδες με τα παιδιά τους μετά τις παρελάσεις. Κοιτάζουν εκστατικοί την μαρτυρία μιας τραγικής βιογραφίας, το χθες και το αύριο δεμένα με το αίμα στην άπειρη έκταση αυτού εδώ του δρόμου. Το αίσθημά τους το σβήνουν στο καφενείο που σφύζει από ζωή.

Μεσημέρι. Ο πατέρας καπνίζει στο τέλος του δρόμου, στέκει κάτω από την επιγραφή όπως κανείς προσεύχεται εμπρός από μια βρύση. Έπειτα η μέρα φθάνει και όλα ξεθωριάζουν. Δεν υπάρχουν τιμές και αγήματα, επειδή κάθε φορά ο πατέρας θα φεύγει καπνίζοντας με το βαρύ του βήμα και την σπασμένη τσάκιση του παντελονιού του. Κάτι φωνάζει, ανένδοτος ανηφορίζει τον δρόμο ως τον ουρανό. Καλή σου τύχη πατέρα.

Και το επίκαιρο

Και τ΄όνειρο τελειώνει. Ένα στρατιωτικό εμβατήριο υψώνεται πάνω από την πόλη. Οι μαθητές, άστρα δωδεκαετή που περνούν κοπαδιαστά. Φορούν λευκότατα γάντια και ο χρόνος δεν τους έχει σημαδέψει ακόμη. Ανοίγει το ραδιόφωνο, όλες οι συχνότητες εκπέμπουν το ύστατο σήμα εκείνης της μέρας.

Οι καρδιές σκιρτάνε, η ιστορία σαλεύει και για μια ελάχιστη φορά κρατούμε το χαλινάρι της καθοδηγώντας την καρδιά μας. Ο πατέρας έχει φύγει τρεις μήνες τώρα. Και η Λέλα Καραγιάννη έχει καταχωρηθεί πια στο πάνθεο του λαϊκού μας πολιτισμού. Τα τραγούδια της μέρας, η Βέμπο, τα παλιά ρεμπέτικα, οι μαρτυρίες, τα χρονικά του φοβερού χειμώνα του΄42, όλα περνούν μέσα από τα φύλλα των εφημερίδων και τις τηλεοπτικές εκπομπές. Όλα φωτίζονται ξανά, ξυπνώντας ένα πατριωτικό αίσθημα σε κάθε ψυχή με αγωγή ελληνική. Ένα ισοδύναμο του παλμού που μπορεί και μεταφέρει στο αδιάφορο και ολίγον ηρωικό σήμερα λίγη από την δόξα εκείνων των στιγμών πώς χτυπά αλόγιστα της πολιτείας την χορδή.

 Κοιτάζει από το παράθυρο της κουζίνας του. Δεν περιμένει καμιά διαφοροποίηση στο φόντο, σήμερα όμως η σκηνογραφία διαθέτει το δικό της, ιδιότροπο είδος συνείδησης. Μια τέτοια μέρα οι πιο ακραίες, ηθικές θεωρίες συναντούν τον εαυτό τους. Ένα είδος αισθητικής  που βρίσκεται την ίδια στιγμή από την μεριά της ζωής και του θανάτου, σβήνει κάθε πρόσκαιρο θεώρημα, κάνει κομμάτια κάθε τι που μάχεται το ανθρώπινο πάθος, μιλά με την γλώσσα την δική μας. Η μικρή κουρτίνα τίποτε από όλα αυτά δεν θα μπορέσει ποτέ να κρύψει.

Με όλα ετούτα η διάθεσή του έγινε κάπως βαριά. Άφησε τον καφέ από τα χέρια και τράβηξε το βλέμμα του. Δεν είχε τίποτε άλλο για να δει. Ωστόσο, πρόλαβε και συγκράτησε μες στο ήδη ξεθωριασμένο βερνιγιόν αυτού του αιώνα, μια γαλανόλευκη που χορεύει, μια μουγκή χορωδία από καρδιές και από αντίσταση. Ωστόσο, δεν μπορεί, θ΄άκουσε εκείνον τον νεαρό που καταγοητευμένος ακόμη από μια ανεξήγητη ανύψωση, απαριθμεί δίχως να κομπιάζει μερικά σκόρπια φαινομενικά, τοπωνύμια.

ΠΙΝΔΟΣ
ΜΟΡΟΒΑ=ΚΟΡΥΤΣΑ=ΚΑΛΑΜΑΣ
ΤΟΜΟΡΟΣ=ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ
ΧΕΙΜΑΡΡΑ=ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΝ
731=ΜΠΟΥΜΠΕΣΙ=ΚΑΛΠΑΚΙ

 

Όλα γραμμένα στις κλίμακες αριστερά. Κάπως καλύτερα ένιωσε μόλις τώρα, επειδή συλλογίστηκε πως είναι σπάνιο συναπάντημα η ομορφιά και μπορεί και κρύβεται στο παγωμένο μάρμαρο, κάτω από την ασπίδα του Αχιλλέα, μες στο τρομερό ενός μνημείου, κάτω από την σοφή αρετή της παλαιότητας και της αυταπάρνησης.

Τώρα όλα τελειώσανε. Η ένταση της μέρας, η παλιά της γοητεία, όλα εξαντλήθηκαν εμπρός στην θυελλώδη εμφάνιση μιας νεαρής στάρλετ που βάλθηκε να βάλει και εκείνη ένα λιθαράκι στην ανύψωση του γενικού πληθυσμού. Μα αυτό είναι μια άλλη κατοχή.

Απόστολος Θηβαίος