Σοφία Κροκιδά | Η πολυθρόνα

© Esther Bubley

Όπως κάτι μικρά θέατρα φωτίζουν με έναν προβολέα μοναχό τον καλλιτέχνη στη σκηνή , έτσι κι ο ήλιος φώτιζε την ογκώδη πολυθρόνα στο κατά τα άλλα σκοτεινό σαλόνι. Κάμποσες επίμονες ηλιαχτίδες έβρισκαν τον δρόμο τους μέσα από την δαντελένια κουρτίνα και έπεφταν αμείλικτες πάνω στο ξεφτισμένο βελούδο της, αποκαλύπτοντας τόνους του πράσινου που θα περίμενες να έχουν ξεψυχήσει μετά από τόσα χρόνια. Ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεξε στο δωμάτιο ο Ηλίας, η κουρασμένη, επιβλητική αυτή καρέκλα με τα υπερμεγέθη μπράτσα και την τεράστια πλάτη. Και για κάποιο λόγο, ήταν σίγουρος πως η πολυθρόνα αυτή θα τον έβαζε σε μεγάλους μπελάδες.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να φύγει, οι δεκάδες κορνίζες με τα χαμογελαστά ζευγάρια, τα νυφικά και τα ηλιοβασιλέματα πάνω στον πολυκαιρισμένο τοίχο τον τρόμαζαν και αυτή η μυρωδιά σαπισμένου χρυσάνθεμου σαν να τον έπνιγε. Έφτανε μόνο να κάνει αναστροφή και όλα θα τελείωναν. Κρατώντας την ανάσα του γύρισε την πλάτη στην πολυθρόνα.
“Μισό λεπτό κύριε Ηλία, ψήνω δυο καφεδάκια κι έρχομαι!”
Ήταν πολύ αργά πια. Αποδεχόμενος τη μοίρα του ο Ηλίας ίσιωσε τη γραβάτα του, σήκωσε τα μπατζάκια και παραδόθηκε στην πολυθρόνα. Ευθυτενής και άκαμπτος, με τα γόνατά του να ακουμπάνε μεταξύ τους και να στηρίζουν τις πλεγμένες παλάμες του κοίταζε ευθεία μπροστά του το πιτσιλωτό πάτωμα που απλωνόταν απ’ άκρη σ΄ άκρη στο σαλόνι και ένιωθε ότι λίγο να κουνιόταν θα τον καταβρόχθιζε. Στη σκέψη και μόνο ζαλιζόταν, “δεν έπρεπε να έρθω, δεν έπρεπε” έλεγε και ξανάλεγε και προσπαθούσε με όση αξιοπρέπεια του είχε απομείνει να επιπλεύσει στην πολυθρόνα μα όλο και βούλιαζε. Θεόρατη και αχόρταγη τον κατάπινε θαρρείς λίγο λίγο, του τσάκιζε το πουκάμισο και του ίδρωνε τα δάχτυλα που κρατιόντουσαν από την ανθοδέσμη λες κι ήταν σωσίβιο. Ήταν όμως πολύ αργά. Ένιωθε ήδη σαν παιδί. Όσο βυθιζόταν στο εχθρικό βελούδο, τόσο μίκραινε. Γινόταν ο μικρός Ηλίας με τα κοντά παντελόνια και τα πολύχρωμα πουκαμισάκια, που η μαμά του τον ξέχναγε σε μια γωνία του καναπέ να παίζει με κάτι φαγωμένες ξυλομπογιές ενώ εκείνη έβαφε τα νύχια της και μιλούσε στο τηλέφωνο. Ο μικρός Ηλίας που καθόταν ακίνητος στο κρεβάτι του κρυφακούγοντας τα παιδιά της γειτονιάς που παίζανε δίχως αυτόν.
Σα να τον ξεγύμνωνε η επίμονη αυτή πολυθρόνα. Του θύμισε κάτι κορίτσια που δεν γνώρισε ποτέ παρά μόνο το όνομα και το άρωμά τους. Κάτι κορίτσια δροσερά και ζωηρά σαν τα πρώτα κεράσια του Ιούνη, που ποτέ δεν του αποκάλυψαν τι κρύβουν κάτω από την κατακόκκινη σάρκα τους. Καμία δεν του είχε επιτρέψει να γευτεί αυτό που άκουγε να λένε σε ταινίες και βιβλία ότι ήταν “η μεγαλύτερη των απολαύσεων”. Πόσο μάλλον η Αντιγόνη. Η ωραία Αντιγόνη. Τι την θυμήθηκε τώρα αυτή. Είχε να τη δει καμιά δεκαριά χρόνια, από τότε που το δισκοπωλείο της γειτονιάς έγινε πολυκατάστημα και δεν είχε πια καμιά δικαιολογία να περιφέρεται για ώρες ολόκληρες στους διαδρόμους ψάχνοντας για Μπαχ και για Μπετόβεν.
Αυτή τώρα θα ήταν στο σπίτι της αγκαλιά με τον τέλειο άντρα που σίγουρα θα είχε βρει και θα χαμογελούσαν ευτυχισμένοι κοιτάζοντας τα τέλεια παιδιά τους να παίζουν ήσυχα στο πάτωμα. Η Αντιγόνη που και που θα έσπρωχνε με την ανάστροφη της παλάμης της μερικές ξανθιές τούφες που έπεφταν συνήθως στο μέτωπό της και θα χάιδευε τα χέρια του συζύγου της με τα απαλά, διάφανα δάχτυλά της. Ναι, σίγουρα η Αντιγόνη τα πρωινά θα τα πέρναγε μπροστά στον καθρέφτη της να περιποιείται τον εαυτό της και τα απογεύματα θα μάθαινε στα παιδιά της να ακούνε κλασική μουσική και να ζωγραφίζουν ανθισμένα τοπία. Και το βράδυ θα φορούσε τη μεταξωτή νυχτικιά της και θα κουλουριαζόταν στην αγκαλιά κάποιου Αλέξανδρου ή κάποιου Μάξιμου. Τι δουλειά είχε μια Αντιγόνη με έναν Ηλία άλλωστε;
«Έτοιμα και τα καφεδάκια!» είπε η κυρία Πέπη σέρνοντας το τελευταίο «α» σαν για να ενθουσιάσει τον πελάτη της. Με τα γατίσια μάτια της τονισμένα με κατάμαυρο ρίμελ του έκανε νόημα να την ακολουθήσει και προχώρησε προς το καθιστικό, ανάβοντας παράλληλα το μεγάλο φως του δωματίου. Τώρα πια η σκηνή είχε φωτιστεί ολόκληρη.
Ο Ηλίας κοίταξε τους κουνιστούς γοφούς της που μέσα στη φουσκωτή στρογγυλάδα τους είχαν κάτι το θηλυκό και παρατήρησε τα χρυσά βραχιόλια που κάλυπταν τον καρπό της και έδιναν τον τόνο σε κάθε της βήμα.
«Αυτή η γυναίκα μπορεί και να ξέρει», σκέφτηκε και έκανε να σηκωθεί από την εχθρική εκείνη πολυθρόνα που τον είχε αναστατώσει αναπάντεχα.
«Αχ καλέ, τι ανόητη, ξέχασα το γάλα και τη ζάχαρη!», τιτίβισε η κυρία Πέπη και ενώ ο Ηλίας ούτε γάλα ήθελε ούτε ζάχαρη έμεινε καρφωμένος στην καρέκλα κοιτάζοντας το σαλόνι της προξενήτρας. Δύο αντικριστοί καναπέδες χρυσοποίκιλτοι με αφράτα μαξιλάρια γέμιζαν το κέντρο του δωματίου, ενώ ένα ξύλινο τραπεζάκι τηρούσε τις απαραίτητες για μια πρώτη γνωριμία αποστάσεις. Οι βαριές κουρτίνες από μπορντό μετάξι κρατούσαν μακριά τους περίεργους και οι πίνακες με τα βουκολικά τοπία βοηθούσαν τους πελάτες να ονειρεύονται, μάλλον. Τόσες επιτυχίες καδραρισμένες, τόσα χαμόγελα κρεμασμένα από σκουριασμένα καρφιά κάπου πρέπει να οφείλονται άλλωστε.
«Και η δική μου επιτυχία; Θα έρθει άραγε;», αναρωτήθηκε και έκανε να λύσει λίγο τη γραβάτα του. Κάτω από το σφιχτοκουμπωμένο καρό πουκάμισο το χλωμό κορμί του έλιωνε σαν το κερί. Γάντζωσε τα δάχτυλά του στο μπουκέτο και δάγκωσε τα χείλη του για να σταματήσει να σκέφτεται. «Σιγά μην έρθει. Γιατί κοροϊδεύω τον εαυτό μου;» Ούτε καν εκείνη η Καλλιόπη, η φιλόλογος με τις μακριές φούστες και το περίεργο “ρο” που κόλλαγε στο χείλος της δεν τον ήθελε. Τι θυμήθηκε τώρα, δυο ραντεβού βγήκαν όλα κι όλα και μάλιστα ο Ηλίας κύριος, όλα τα πλήρωσε αλλά η Καλλιόπη μάλλον δεν –
«Περάστε κύριε Ηλία μου, περάστε, συγνώμη για την αναστάτωση! Καμιά φορά τα χάνω ξέρετε, τόσος κόσμος μπαινοβγαίνει εδώ μέσα όλη μέρα κι ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι, καταλαβαίνετε.»
Ο Ηλίας σηκώθηκε τελικά από την καρέκλα, κάνοντάς την να αναστενάξει από ανακούφιση. Δεν είχε προσέξει ότι το πάτωμα γλίστραγε τόσο πολύ. Το δεξί του πόδι έκανε μια απότομη κίνηση κι έφυγε πίσω κάνοντας τον να χάσει για λίγο την ισορροπία του. Έριξε μια γρήγορα ματιά και ήταν έτοιμος να ακολουθήσει την κυρία Πέπη όταν το βλέμμα του έπεσε σε κάτι που ξεπρόβαλε κάτω από τα κρόσσια της βελούδινης πολυθρόνας. Μια φωτογραφία το δίχως άλλο. Χωρίς να το πολυσκεφτεί έσκυψε να την πιάσει και την έχωσε στην τσέπη του. Τα έκανε κάτι τέτοια ο Ηλίας, σα να προσπαθούσε από δω κι απο κεί να συμμαζέψει τα χρωστούμενα της ζωής.
Ο καναπές ήταν σαφώς πιο φιλικός μαζί του. Άνετος, μεγάλος και στα μέτρα του τον υποδέχθηκε όπως τόσους και τόσους και τον βοήθησε να επαναφέρει ένα κάποιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Ρουφώντας με θόρυβο τον καφέ, η κυρία Πέπη παρατήρησε την αντίθεση που έκαναν τα χρυσά μαξιλάρια με το κατάμαυρο παντελόνι του και γέλασε μέσα της. Σπάνια ήξεραν να ντύνονται οι πελάτες της.
«Σε λίγη ώρα θα έρθει και η Αναστασία μας, καλό κορίτσι όπως σας είπα και ψάχνει έναν σοβαρό κύριο για γάμο. Όπως κι εσείς! Μορφωμένη, καλλιεργημένη, νοικοκυρά…» ο Ηλίας την άφησε να περιγράφει την μελλοντική σύντροφό του πασπατεύοντας με περιέργεια την φωτογραφία στην τσέπη του. Η κυρία Πέπη σα να είχε μαγνητοφωνήσει τα λόγια της συνέχιζε να μιλάει ασταμάτητα. Ο Ηλίας βρήκε ευκαιρία και έβγαλε τη μισή φωτογραφία ρίχνοντας μια γρήγορα ματιά. Το βλέμμα του έμεινε να αιωρείται για λίγο πάνω στο χαρτί, πήρε ότι πληροφορία μπορούσε, ένας κήπος, ένα βιολί, ξανθά μαλλιά και ένα διάφανο χαμόγελο που κάτι κάτι κάτι του θύμιζε.
-Συγνώμη κυρία Πέπη, βρήκα αυτό κάτω.
– Α, η δεσποινίς Αντιγόνη! Άτυχο κορίτσι αν με ρωτάτε. Ήρθε πριν λίγο καιρό, πολύ ντροπαλή-
– Με συγχωρείτε πρέπει να φύγω.
– Τι εννοείτε κύριε Ηλία, σε λίγο θα έρθει το κορίτσι μας! Αχ μη μου αγχώνεστε, όλοι έτσι είναι στην αρχή.
– Όχι, δεν καταλάβατε. Πείτε συγνώμη στην δεσποινίς Αναστασία. Να, δώστε της κι αυτό.
Απαγκιστρώθηκε από τη στεγνή ανθοδέσμη, την άφησε πάνω στην βελούδινη πολυθρόνα και άνοιξε την πόρτα. Ένιωσε να ψηλώνει ξαφνικά περνώντας το κατώφλι της κυρίας Πέπης.

 


«Η Σοφία Κροκιδά είναι κειμενογράφος και γράφει από όταν θυμάται τον εαυτό της. Λατρεύει τη στιγμή που μία καλή ιδέα για διήγημα την απομονώνει από τον έξω κόσμο. Ζει στην Αθήνα.»