Νατάσα Χολιβάτου | Το σημάδι

© Francesca Woodman

Είχε ένα μικρό ροζέ αγγείωμα στο αριστερό του πόδι, στην πατούσα και η μαμά του τού υπενθύμιζε συχνά σε τόνο καθησυχαστικό, που ωστόσο καθόλου καθησυχαστικός δεν του φαινόταν το ίδιου ‘‘Ευτυχώς που το ΄χεις εκεί πέρα και δεν φαίνεται, σκέψου να σου έβγαινε στο πρόσωπο ή πουθενά αλλού!’’, μοιάζοντας να προσπαθεί να ανακουφίσει περισσότερο τον εαυτό της παρά τον ίδιο στην προοπτική ενός ενδεχόμενου και άκρως ανεπιθύμητου στιγματισμού. Ωστόσο, ο ίδιος το διασκέδαζε έτσι όπως το έβλεπε μπλαβί να παίρνει πιο απαλές ή πιο σκούρες αποχρώσεις ανάλογα με το καιρό, την υγρασία ή ακόμη και την κούραση. ‘‘Ένα ροζ σύννεφο, σαν σύμπλεγμα νησιών που ταξιδεύουν’’ το ’χε παρομοιάσει κάποτε μια φίλη ξεχασμένη κοιτώντας τον στα μάτια με βλέμμα διάφανο, κάνοντας τον να πιστεύει πως ένα τέτοιο βλέμμα δεν μπορεί να κρύβει τίποτα. Μόνο αργότερα κατάλαβε πως οι άνθρωποι τελικά μπορεί αλλά να λένε αλλά να εννοούν και άλλα να σκέφτονται δίχως να έχει σημασία αν φαίνονται ειλικρινείς ή όχι και από τότε έπαψε να δίνει σημασία στην καθαρότητα του βλέμματος. Πού και πού ο ίδιος έπαιρνε το πόδι του, προσπαθούσε να το στρίψει, να το γυρίσει ανάποδα και να το περιεργαστεί. Σε εκείνον έμοιαζε περισσότερο με την Κρήτη, έτσι όπως τα γεμάτα αίμα αγγεία σκορπίζονταν στο δέρμα του παίρνοντας θαρρείς σχήμα συγκεκριμένο. ‘‘Ναι, σαν την Κρήτη μοιάζει’’! μονολογούσε και το μυαλό του άνοιγε σελίδες σκονισμένες και μακρινές από το βιβλίο του παρελθόντος, από ένα καλοκαίρι στα Χανιά… πετούσε βότσαλα στα κύματα θυμάται, γλάροι πετούσαν ολόγυρα και αναλογιζόταν αν ο ορίζοντας έφτανε μέχρι εκεί που πήγαινε το βλέμμα του ή αν εκτεινόταν κι άλλο πέρα μακριά.

Τις Κυριακές του εγκλεισμού συνήθιζε να βγαίνει για περίπατο. Ο ιατρός του είχε πει πως το περπάτημα δυναμώνει το σώμα και αναζωογονεί το πνεύμα. Μόνο που η αναζωογόνηση αφορά έναν οργανισμό ζωντανό μα εξασθενημένο και αυτός ένιωθε ότι είχε αφήσει το ανθρώπινο κοστούμι του αφόρετο για χρόνια, περπατώντας σαν σκιά ανάμεσα σε ανθρώπους παράξενους. Τα βήματα τους δεν ακούγονταν, τα βλέμματα δεν συναντιόταν, απλώς ο ίδιος μπερδευόταν ανάμεσα τους, ανάμεσα στους ψιθύρους, τις κουβέντες τους και την αναπνοή τους.

Έτσι και εκείνη την Κυριακή του Μάη βγήκε για περπάτημα στην παραλία. Κάθισε σε ένα παγκάκι απόμερο και κοίταζε τα κύματα. ‘‘Άραγε πού ταξιδεύουν οι ψυχές’’ συλλογιζόταν και του ’ρθε αίφνης στο μυαλό η εικόνα του πατέρα του στο νοσοκομείο, μονάχου του μες το δωμάτιο και δίπλα του η Χάιδω, η κουρασμένη, βραδινή νοσοκόμα να του σφαλίζει τα βλέφαρα και εκείνη την ίδια ώρα να αναρωτιέται ‘‘Άραγε θα καταφέρω φέτος να ξεκλέψω λίγες ημέρες από την κόλαση και να πάω διακοπές;’’.

 

Η Νατάσα Χολιβάτου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου ζει και εργάζεται. Έχει σπουδάσει δημοσιογραφία & ΜΜΕ στο ΑΠΘ, συγκριτική γραμματολογία στη Γαλλία και έχει κάνει το διδακτορικό της στη λογοτεχνική δημοσιογραφία στο τμήμα δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή στο ίδιο τμήμα και δημοσιογραφικό λόγο (ΜΜΕ, διαφήμιση) στο κοινό μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών ΔΡΓ Δημιουργική γραφή της σχολής ανθρωπιστικών επιστημών του Ελληνικου Ανοικτού Πανεπιστημίου.