[από το βιβλίο του χρόνου
που αποτελείται από παρόμοιες, σκόρπιες ιστορίες.
Καμιά τους δεν έχει γραφτεί μα ήδη αποτελούν ένα βιβλίο,
όπως τα παιδιά που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί
μα συνιστούν ήδη μια κάποια ελπίδα.]
Απέναντι από το γαλάζιο μου στενό στέκει πάντα μια αναγεννησιακή ζητιάνα, βγαλμένη ποιος γνωρίζει, από τι χέρι βασιλιά ζωγράφου. Και έπειτα, στην ίδια κατεύθυνση, ώρα δώδεκα περνά κάθετα η οδός Αρτέγκα. Έχει από πάνω της τις γραμμές του τραμ και το αιωνόβιο καμπαναριό του Ιησού. Κάθε μέρα χτυπά στις επτά, τις οχτώ, τις έντεκα, τις πέντε. Χτυπά τελευταία φορά στις δέκα, μα ως τότε χωρά μια ολόκληρη ζωή.
Το μεγάλο ρολόι με τους μαντεμένιους δείκτες και τα ιερά σημάδια ετοιμάζεται να σαλέψει. Φάνηκε πάλι το μεσημέρι στην πόλη και όλα θέλουν να το πουν, να το φωνάξουν, πως η μέρα και ο καιρός προχώρησαν. Πως όλα είναι εντάξει και ο κόσμος δουλεύει καλά, ακριβώς όπως το΄παν πριν από χρόνια οι ειδικοί στα εργαστήρια της Λοζάνης.
Φίλοι μου, όλα είναι εντάξει και ο χρόνος δεν πρόκειται ποτέ να ξεφύγει από τα χέρια μας. Για την ακρίβεια από τους καρπούς μας και τα τσουγκρίσματα έπαιρναν και έδιναν. Αυτό ήταν σωστό γλέντι, μια φιέστα για λίγους.
Όλοι υποψιάζονται πως από στιγμή σε στιγμή η οδός Αρτέγκα θα ηχήσει σαν πάντα, με ένα ουρλιαχτό γέρικο, χριστιανικό. Ίσως για αυτό κοιτάζουν τα ρολόγια τους, ψάχνουν την θέση τους κάτω από τον ήλιο, φιλιούνται, αποχαιρετιούνται, θυμώνουν, σιωπούν, προσεύχονται. Μια ολόκληρη ώρα πέρασε για πάντα από τις ζωές τους. Συλλογίζονται τα κέρδη, τις απώλειες, τις ήττες, τις ελπίδες. Λογαριάζουν με το μολύβι, σαλιώνουν την γραφίδα και σημειώνουν όπως οι κακοί έμποροι που αν δεν ήταν η τύχη θα παιάνιζαν δυστυχίες έξω από τους σταθμούς του ηλεκτρικού.
Αν δεν ήταν αυτό το ρολόι, το γαλάζιο μου στενό και εσύ και η περαστική κοπέλα που κάνει να ριγά ο κόσμος, όλοι μας θα συνιστούσαμε ένα δειλό γλυπτό, δίχως βαρύτητα. Η ομορφιά μας δεν θα ΄χε θάνατο και χρόνο για να παλέψει και έτσι δίχως κίνητρο το αισθητήριο και το θάρρος μας θα υποχωρούσαν. Ώσπου να μεταβληθούν σε υπολείμματα που φέρει το σώμα μας, κλειδιά ενός άλλου εαυτού που αφήσαμε πίσω μας.
Έχετε ώρα; Εσείς, παρά ένα; συζητά ένα ζευγάρι κάτω από τον ήλιο. Οι στάχτες της ζωής τους δεν φαίνονται ακόμη μα αν κανείς για ώρα αφοσιωθεί στο φέρσιμό τους θα δει καθαρό το αρνητικό, ένα καμένο φιλμ, ένα χαμένο άλμα.
Μα το ρολόι της εκκλησίας του Ιησού, πείσμωσε και αυτό το τελευταίο λεπτό που συγκρατεί τον κόσμο το κρατά σαν επτασφράγιστο μυστικό. Τώρα όλοικαταλαβαίνουν πως ετούτη η κατάσταση δεν είναι συνηθισμένη. Κάποιος φωνάζει τους ωρολογοποιούς και ένα κοπάδι ορμά στο μαγαζάκι Βοριάς του γέρου σοφού Τζουλιάνο. Βοήθησέ μας, το ρολόι, η οδός Αρτέγκα, οι δρόμοι, όλα κρέμονται από την κατάφασή σου.
Μα ο γέρος δίχως τίποτε να πει σέρνει τα βήματά του γελώντας ως την οδό Αρτέγκα. Το πλήθος σιωπούσε και άνοιγε τον δρόμο για να περάσει. Μονάχα τα παιδιά χαιρετούσε, αφήνοντας τριγύρω μια γλυκιά μυρωδιά κανέλλας και ζάχαρης λιωμένης. Κάντε κάτι, για τον θεό, κρατιόμαστε από την απαντοχή σας και άλλα τέτοια κλόνιζαν την ατμόσφαιρα του χαρακτικού. Βρισκόμαστε σε σημείο κομβικό.
Το ζευγάρι παρέμενε στην στάση του φιλιού, δυο χέρια έκαναν να πιαστούν, μια υπογραφή σε εκκρεμότητα με το μελάνι έτοιμο, ζεστό. Ο ετοιμοθάνατος προσμένει με κομμένη την ανάσα, τώρα που είμαι έτοιμος Θεέ μου, ήταν ανάγκη να χαλάσει αυτό το άτιμο ρολόι, ένα κορίτσι κάνει να μαζέψει το φουστάνι της που ανεμίζει, σαν λάβαρο μιας χώρας παραδεισένιας, ένα δέντρο αφήνειαπό την αγκαλιά του καρπούς και φύλλα, μα ο θείος Νεύτων πρέπει να περιμένει αν θέλει να επαληθεύσει το όνειρό του.
Ο Τζουλιάνο ανεβαίνει τα σκαλιά. Πίσω του κανείς, στα χέρια του ένα παράξενο κλειδί και ένα γενναίο ρόδο. Μα τι θέλει το λουλούδι, σε τρελό βασιστήκαμε έλεγαν οι γυναίκες που ΄ναι σοφές και τελετουργικές σαν την Camille μα ο γέρος δεν νοιάζεται.
Τώρα ακούει την καρδιά του ρολογιού, νιώθει που ΄χεισαν μολύβι καθίσει αυτό το τελευταίο δευτερόλεπτο στο στομάχι του γέρο χρόνου. Με το κλειδί δίνει ξανά ζωή στο στέρνο του γλύπτη, με το ρόδο φυσά την ριπή της ζωής εντός του. Και οι δείκτες κυλούν και η πόλη πανηγυρίζει. Όσοι κάποτε μισήθηκαν παράφορα τώρα φιλιούνται. Η οδός Αρτέγκα λάμπει τώρα που γλιτώσαμε αυτήν την ύστατη απώλεια.
Και ο κόσμος τριγύρω επιστρέφει. Το φουστάνι χαμηλώνει, το ζευγάρι φιλιέται, ο ετοιμοθάνατος ευτυχισμένος κάνει το βήμα προς την αιωνιότητα. Οι καρποί σωριάζονται, τα χέρια σφίγγονται, μια συμφωνία σφραγίζεται. Όλα γυρνούν και γίνονται ξανά, γεννώντας την ανακούφιση μετά από ένα μεγάλο κίνδυνο, όλα λειαίνονται σαν βελούδινο ύφασμα. Τα μετέωρα που θυμάσαι έχουν πια τελειώσει.
Και ο γέρο Τζουλιάνο; Που κρατά το μαγαζάκι Βοριάς; Μα δεν σας είπα για αυτόν; Όλοι τον ξεχάσανε, με τις χαρές και τα πανηγύρια κανείς δεν είπε να τον γυρέψουν, να του σφίξουν το χέρι. Μα εκείνος που πήγε ως εκεί ηθελημένα, δίχως τίποτε να πει, γνώριζε την μοίρα του από τα πριν και είχε την σιγουριά κάποιου που δεν λαθεύει. Δεν ήταν θεός, ήταν ο γέρο Τζουλιάνο με το μαγαζάκι Βοριάς, ήταν η οδός Αρτέγκα και ο χρόνος πάντα. Ο χρόνος που βρίσκεται εδώ στ΄ανάμεσά μας, δίχως σώμα, δίχως χέρια και καρδιά. Και κλέβει κάθε μέρα ένα ένα τα ρόδα μας. Ο γέρο Τζουλιάνο είσαι εσύ.
Α, τι καλά! Η ιστορία τελειώνει με μια έκπληξη.
Και το γαλάζιο μου στενό, τικ, τακ.
Απόστολος Θηβαίος