De Nocte Et De Poesi
III
• δεν είναι πάντα βολικό
Να διώχνεις μακριά τις σκέψεις
Που με το ασήκωτο βάρος τους
Σε τραβούν αργά προς την Κόλαση• ή
Τους λογισμούς που χτυπούν τις νύχτες
Στα τοιχώματα τού μυαλού
Κάνοντας πάταγο• μια πρόχειρη
Λύση θα ήταν
Να γίνεις γκον από τα ποτά
Και τα παρόμοια στα ξενυχτάδικα
Να ταβλιαστείς στα σκυλοστέκια
Πίνοντας χαλασμένο σταρομόλ κι ακούγοντας
Με το στανιό καψουροτράγουδα• και –
Ίσως το καλύτερο –
Να σε τυλίξει στο σεντόνι της
Μια κατρακύλα
Που μέσα σε γέλια και σε χάχανα
Θα πει μετά ότι δεν είσαι
Και ο πρώτος αθλητής στο πήδημα•
Κάτι τέτοια έχουν το μέτρημά τους
Τα ξημερώματα
Μέχρι να ξενερώσεις
Και όλα τα παλιά
Ν’ ανεβοκατεβαίνουν ξεράσματα στο στομάχι σου•
Όταν άλλη λύση θα ήταν
Να κάνεις γαργάρα τα πάντα
Σκαρώνοντας στο χαρτί ως αντίδραση διάφορα
Σαν τρελός που τον πήραν στο κυνήγι
Οι γαμημένες Ερινύες• και –
Εδώ είναι το ζουμί –
Να ξεγραφτούν οριστικά από τη μνήμη
Τόσα και τόσα
Χρόνια που ήταν γραφτό να πήγαιναν
Και πήγαν
Χαμένα στον αγύριστο•
Experimenta circa mortem insectorum
• μια μύγα λιωμένη
Στο τζάμι τής μπαλκονόπορτας• άλλη μια
Που πετάει
Γύρω απ’ τό σώμα τής σκοτωμένης ή
Παίζει κρυφτούλι στο παράθυρο
Πίσω από τα στόρια
Βουίζοντας πάνω στη σκέψη
Ότι κάπου εδώ
Όπου υπήρχε κάποτε
Τώρα δεν υπάρχει πια
Η διέξοδος• μια μικρή
Καφετιά αράχνη
Κρεμασμένη από την άκρη ενός ιστού
Που ίσως να τον ύφαινε μέρες και νύχτες
Για το τελευταίο φαγοπότι
Κάποιων άτυχων μνηστήρων• η πράσινη
Ακρίδα που δε λέει
Ν’ αφήσει το καθιστικό
Κάνοντας τα δικά της
Φανταστικά άλματα στο χωρόχρονο• η μακριά
Σειρά μυρμηγκιών που κοπιάζουν
Στον αιώνιο μόχθο για το τίποτα• κι ένα
Μοναχικό που τζιτζιρίζει
Τζιτζίκι στις φυλλωσιές• αλλά
Αυτό μάλιστα
(Σκέφτομαι)
Να τραγουδάς
Ακόμη κι αν ξέρεις πως σε λίγο
Θα έρθει για σένα ο θάνατος
Ακόμη κι αν κανείς
Δε θα θυμάται αύριο το τραγούδι σου•