Γράφει η Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου
(Μια προσέγγιση/ανάγνωση του Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος, του Δημήτρη Τανούδη. Εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, 2020)
Από πού να αρχίσω; Από την αρχή ή από το τέλος; Έτσι κι αλλιώς, «ο χρόνος μοιάζει ξανά μ’ ένα μεγάλο στρώμα λίπους, το οποίο πρέπει να διασχίσεις, για να φτάσεις κάποτε στην αληθινή ζωή[1]». Θα το πάω κάπως ανορθόδοξα, με την πρώτη αίσθηση μόλις τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου. Εκεί, το σημείο όπου διαβάζεις τις τελευταίες λέξεις ενός βιβλίου και έχεις ένα κενό χρόνου για να κυλήσει μέσα σου αυτό που διάβασες. Σημείωσα αμέσως τις λέξεις που μου έρχονταν στο μυαλό: γεννήτορες, λίμνη, φύλλα, τείχος, αγάπη, στάχτη, παιδί, ανάγκη, έρωτας, αργαλειός, κάρβουνο, φωτιά, φεγγαρόλιθοι. Και η πιο αγαπημένη μου φράση από το έργο: «Υπάρχει κάτι μέσα μας που αρνείται την πλήρη του ικανοποίηση». Στο μυθιστόρημα δημιουργείται ένας ολόκληρος κόσμος γεμάτος εικόνες, ήχους, μυρωδιές, που θα μπορούσε να είναι και η ιστορία της ανθρωπότητας, μια συνεχής ματαίωση, που θυμίζει το σύμπαν του Κάφκα, αλλά και μια συναίσθηση του μεγαλείου που κρύβει ο άνθρωπος, μια τρυφερότητα που μπερδεύεται με τον κυνισμό.
Θα μιλήσω λοιπόν για το πώς εκλαμβάνω εγώ το συγκεκριμένο έργο, το οποίο είναι γεμάτο με τόσες ιδέες και μπορεί κανείς να μιλήσει για τόσα πολλά πράγματα, που σίγουρα κάποιες πτυχές του θα μείνουν ανεξερεύνητες. Ίσως για να ιντριγκάρουν τον αναγνώστη να τις εξερευνήσει αυτός.
Εκλαμβάνω τον τίτλο σαν ερώτημα. Υπάρχει ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος; Έτσι κι αλλιώς όλα τα σημαντικά βιβλία θέτουν ερωτήματα που γεννούν νέα ερωτήματα και αν το βιβλίο ήταν σημείο στίξης, θα ήταν σίγουρα ερωτηματικό. Όλο το μυθιστόρημα που αφηγείται ο βασικός χαρακτήρας σε πρώτο πρόσωπο είναι σύμβολο, μια αλληγορία ή παραβολή ίσως με βασικό θέμα την καταστροφή και την επανέναρξη του πολιτισμού.
Παρόλο που το έργο είναι φιλοσοφία δοσμένη με έναν φρέσκο και σύγχρονο τρόπο, υπάρχει πλοκή και διακριτοί χαρακτήρες, και στην ουσία, όπως έχει ειπωθεί ήδη[2], οι βαθύτεροι χαρακτήρες και ο κρυφός πρωταγωνιστής είναι οι ιδέες, ιδέες και προβληματισμοί αρχέγονοι.
Έχουμε λοιπόν τον κύκλο των εποχών, όπου ξεκινάει με χειμώνα για να κλείσει και πάλι με χειμώνα, και φαινομενικά δύο κόσμους: τον κόσμο όπου ζουν οι άνθρωποι, ένα όριο (ένα τείχος) και πέρα από αυτό βρίσκονται οι βάρβαροι. Βρίσκονται; Πάλι θα μπει ερωτηματικό. Ίσως θα σκεφτόταν κανείς ότι το όριο που χωρίζει τους ανθρώπους από τους βαρβάρους θα μπορούσε να είναι από γυαλί, ή ακόμα και καθρέφτης, αφού όλοι μέσα μας, σε διαφορετικό ίσως βαθμό ο καθένας, έχουμε στοιχεία βαρβαρότητας. Ο Νίτσε θα πει πως ο άνθρωπος, όσο κι αν έχει εξημερωθεί από τον πολιτισμό, έχει πάντα στον περίβολο του ψυχισμού του το ξανθό λιοντάρι, έτοιμο ανά πάσα στιγμή να χιμήξει[3]. Μέσα μας λοιπόν υπάρχουν αυτές οι αμφίρροπες δυνάμεις σε διελκυστίνδα. Πότε το σκοινί ρέπει προς τη μία πλευρά, τη βαρβαρότητα, και πότε προς την άλλη. Αλήθεια, ποιο είναι το αντίθετο της βαρβαρότητας; Ίσως η αγάπη, ως επανάσταση.
Όπως λοιπόν υπάρχουν δύο κόσμοι, υπάρχουν πολλά ζευγάρια εννοιών σε διαλεκτική σχέση. Υπάρχει έντονος δυισμός και αντιπαλότητα: το σώμα και το πνεύμα, το μέσα και το έξω, η οδύνη και η ηδονή, το σκοτεινό φως, άνοιγμα και κλείσιμο μαζί. Η ελευθερία και το λουρί γύρω από τον λαιμό. Ενοχή και εξιλέωση. Εδώ και εκεί. Εμείς και οι άλλοι. Οι άλλοι είναι οι βάρβαροι ή εμείς; Ποια είναι η σχέση των ανθρώπων με τους βαρβάρους; Γιατί έχουν οι άνθρωποι ανάγκη τους βαρβάρους; Μήπως ο φόβος για την έλευση των βαρβάρων είναι ένα ψυχικό φορτίο, που το επιβάλλουν οι άνθρωποι στους άλλους; Από ανάγκη για να απαλλαγούν κι αυτοί με τη σειρά τους από τον φόβο που τους έχει έξωθεν επιβληθεί;
Υπάρχει μια κοινωνία, με έντονο το στοιχείο της τελετουργίας, του εξαγνισμού, όπου τα πράγματα φαίνονται να λειτουργούν σε σταθερό ρυθμό, καλοκουρδισμένα (οι παιδαγωγοί, οι άνθρωποι των λόγων, τα παιδιά, οι εργάτες, οι Γεννήτορες, και φυσικά οι βάρβαροι, όπου γύρω από τον μύθο τους συνυφαίνεται όλο το έργο). Στην πραγματικότητα υπάρχει μια εύθραυστη ισορροπία και μια ανάγκη για λύτρωση και αλλαγή. Δεν θα έλεγα ακριβώς απαλλαγή από τους βαρβάρους, γιατί όσο έχουν ανάγκη την απαλλαγή από αυτούς, τόσο έχουν και την ανάγκη τους. Οι βάρβαροι νοηματοδοτούν τη ζωή τους ίσως με την έννοια που ο θάνατος νοηματοδοτεί τη ζωή. Στην πορεία του έργου, οι άνθρωποι (μέσα από τους ανθρώπους των λόγων κυρίως) επιχειρούν μια πορεία προς το φως. Όταν όμως γκρεμίσεις έναν τοίχο, θα πρέπει να σκεφτείς τι θα μπει στη θέση του, γιατί καμιά φορά, όπως το λέει ο Καβάφης στα Παράθυρα, «ίσως το φως να ναι μια νέα τυραννία. Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει». Οι άνθρωποι θέλουν να απαλλαγούν από το φορτίο τους αλλά εντοπίζεται μια αντίφαση σε όλο αυτό, γιατί το φορτίο που μοιάζει να είναι εξωτερικός παράγοντας, τελικά είναι κάτι το πολύ εσωτερικό και βαθύ. «Από την άλλη, οι βάρβαροι υπήρξαν πάντα το εξωτερικό ον στο οποίο αποθέταμε τους φόβους μας». Η πορεία λοιπόν κορυφώνεται μέσα από μια μεγάλη φωτιά, η οποία είναι αποτέλεσμα της συνωμοσίας των ανθρώπων των λόγων.
«Οι βάρβαροι θα μπορούσαν να έρθουν ακόμα κι αν δεν το είχαν κάνει πιο πριν, ότι θα μπορούσαν να έρχονται ανά πάσα στιγμή». Αυτό το ανά πάσα στιγμή είναι φράση-κλειδί, δίνει τον χαρακτήρα του έργου, μια αίσθηση του επείγοντος και του τώρα. Είναι τα τείχη που πρέπει να γκρεμιστούν και η απόσταση που πρέπει να διανύσει κανείς για να βρει την ουσία των πραγμάτων, που ενδέχεται να τον διαψεύδει κάθε στιγμή, μέσα σ’ έναν εξωφρενικά παράλογο κόσμο.
Ο κόσμος ίσως σταματάει για λίγο να φαίνεται παράλογος μέσα από την τέχνη. «Η τέχνη, σκεφτόμουν, ήταν η μόνη επινόηση του παλιού ανθρώπου που είχε τη δυνατότητα να προσαρμόζεται στις άλλες επινοήσεις. Η θρησκεία, η επιστήμη, η οικονομία έβλεπαν τη ζωή μέσα από τον παραμορφωμένο καθρέφτη των εαυτών τους. Η τέχνη όμως έβλεπε τη ζωή, την αληθινή ζωή. […] Η ομορφιά, σκεφτόμουν, έπρεπε να το κάνει. Να σώσει τον κόσμο. Η ομορφιά δεν έπρεπε να είναι απλώς ομορφιά».
Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το τι θα φέρει η επανάσταση και κατά πόσον θα υπάρξει μια λύση, με την ίδια έννοια που υπάρχει στην καβαφική συνειδητοποίηση για το ότι οι βάρβαροι ήταν μια κάποια λύσις. «Οι βάρβαροι, που με τη φρίκη θα μας προκαλούν ένα δέος. Θα νιώθουμε τότε μια επαφή του ανθρώπου με το απόλυτο, μια ασύλληπτη αθωότητα, σαν να μην βλέπουμε ανθρώπους, σαν να παρατηρούμε απλώς τα αστέρια».
Η κρυφή βαρβαρότητα που ορίζει τις ζωές μας είναι οι σκοτεινιές μας, τα κατώτερα υποβόσκοντα πάθη που επηρεάζουν τελικά την ίδια την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού. «“Τελικά”, είπα, “ένας τρόπος για να λυτρωθούμε απ’ τους βαρβάρους θα ήταν να γίνουμε οι ίδιοι βάρβαροι. […] Τι άλλο ήταν, λοιπόν, η ζωή τους, παρά ένας κύκλος τυφλών ενστίκτων; Αλλά αν οι βάρβαροι υπάρχουν, σκεφτόμουν, η δική τους ζωή δεν πρέπει να είναι διαφορετική. Συντήρηση και καταστροφή, χωρίς κανέναν χώρο για λειτουργίες όπως η αγάπη».
Η αγάπη και η ηδονή παίζουν καθοριστικό ρόλο στο έργο. Υπάρχει ένα στοιχείο εξαγνισμού και καθαρότητας ειδικά προς το τέλος, που συνδέεται με τη φουσκωμένη κοιλιά. «Ανυπομονούσα να περάσουν οι μήνες, να κρατήσω στα χέρια μου τον καινούργιο άνθρωπο».
Δεν είναι τυχαίο το σχήμα κύκλος, το ότι κλείνει το έργο με τον χειμώνα. Οι εποχές διαδέχονται η μια την άλλη για να φτάσει κανείς στο ίδιο σημείο, με νέο φορτίο ίσως αυτή τη φορά. Για να επιμείνει, εις πείσμα όλων, στον πολιτισμό. «Θα επιμείνουμε στον πολιτισμό ακόμα κι όταν θα έχουμε καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος για να σωθούμε, θα είναι να ενδώσουμε στην αιώνια και βαθύτερη ανάγκη μας, όταν θα γέρνουμε προς τον γκρεμό και η ανάγκη μας θα είναι το μοναδικό χέρι. Ούτε και τότε θα αλλάξουμε. Ούτε και τότε θα γίνουμε οι βάρβαροι. Όχι όμως γιατί θα πιστεύουμε ότι η αγάπη δεν μπορεί να έχει θέση στη ζωή των βαρβάρων, αλλά γιατί θα ξέρουμε ήδη ότι οι βάρβαροι είναι απλώς το πρόσωπο της Αριάνε, το πρόσωπο του Ράινχαρτ, το πρόσωπο της μητέρας μου».
Και επειδή ο κάθε άνθρωπος είναι ένα μικρό σύμπαν, στο σύμπαν του Δημήτρη Τανούδη το κάθε κείμενο είναι αφορμή για συνειρμό:
«Δώσε μου, μητέρα, τις νευρώσεις σου
να τις κάνω χρυσάφι.
Δώσε μου τις κραυγές σου
να τις κάνω ύπνους
κατά τις 7 το πρωί, επέτειο του τοκετού σου.
Και δώσε μου τα χτυπήματα
για να τα κάνω χτυπήματα
σ’ όλες τις μητέρες της ζωής μου».[4]
Η Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου γεννήθηκε το 1980 στην Πάφο (Κύπρος). Σπούδασε Ελληνική φιλολογία (E.K.Π.Α) και Θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο». Διαθέτει Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α). Διηγήματα και παραμύθια της έχουν διακριθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε Ελλάδα και Κύπρο. Διηγήματα και άρθρα της υπάρχουν στο Ηθική, C.S.I., lemilou.blogspot.com, 121 words, periou.gr, fractalart.gr, diastixo.gr, koukidaki.gr και στο κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό Άνευ. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Κατακαλόκαιρο είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις Μωβ Σκίουρος.
[1] Όλα τα αποσπάσματα σε πλάγια γράμματα είναι από το μυθιστόρημα.
[2] Θωμάς Τσαλαπάτης, Γιατί ενύκτωσε και οι βάρβαροι δεν ήρθαν, efsyn.gr
[3]«[…] Στο βάθος όλων αυτών των ευγενών φυλών βρίσκεται το αρπακτικό ζώο, αυτό το εξαίσιο ξανθό κτήνος, που διψά για λάφυρα και νίκες. Αυτό το κρυμμένο βάθος χρειάζεται πότε πότε αποφόρτιση, το ζώο πρέπει να ξαναβγαίνει στην επιφάνεια, να επιστρέφει στην αγριότητα». Φρειδερίκος Νίτσε, Η γενεαλογία της Ηθικής, μετάφραση Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2008, (σσ. 50, 51).
[4] Από τη σελίδα του Δημήτρη Τανούδη στο facebook.