Τις Κυριακές το απόγευμα πηγαίνει στο ενυδρείο για να τον κοιτάξει. Δυο ώρες τη φορά. Του δίνει μια ηρεμία (το ανακάλυψε τυχαία μια μέρα που το επισκέφθηκε με έναν γνωστό του, τον οποίο δεν συμπαθούσε πολύ), που δεν του έδινε τίποτε άλλο: σίγουρα όχι η γυναίκα του και οι δύο κόρες του, με τις διαρκείς τους απαιτήσεις και τα παράπονά τους ότι δεν ήταν αρκετά «επικοινωνιακός», ότι έδειχνε διαρκώς απασχολημένος από σκέψεις. Και σίγουρα όχι η δουλειά του, αυτή η λιτανεία email, τηλεφώνων, φαξ και κάθε γαμημένης μορφής επικοινωνίας που είχε επινοήσει ποτέ ο διεστραμμένος νους του ανθρώπου για να μην ησυχάζει ποτέ από τίποτε, προσμένοντας πάντα τη μεγάλη ευκαιρία στο επόμενο «γκλινκ» ειδοποίησης, τον επόμενο γελοία εξατομικευμένο τόνο τηλεφώνου (δεν υπήρχε αστειότερο πράγμα απ’ το να έχουν το ίδιο «αγαπημένο τραγούδι» ως τόνο κλήσης άτομα που κατά τα άλλα πάσχιζαν με ό,τι είχαν και δεν είχαν να διακριθούν ως μοναδικές προσωπικότητες).
Είχε παρατηρήσει ότι ο αριθμός των επισκεπτών έπεφτε απότομα κατά τις 3 το απόγευμα και δεν ξανανέβαινε πριν συρρεύσουν οι έφηβοι σε ομάδες, με τις τσιριχτές και άγαρμπες απ’ τις ορμόνες φωνές τους, τα σκουντήματά τους και τις ηλίθιες σέλφις τους μπροστά απ’ τον γυάλινο τοίχο, πίσω απ’ τον οποίον κινούνταν σαν σε διαρκή υπηρεσία η σιωπηλή ζωή των ψαριών, σ’ αυτή την τερατώδη διχοτόμηση που επέτρεπε να στέκουν δίπλα-δίπλα η ζωή του στέρεου και του υδάτινου στοιχείου, ο θορυβώδης κι ο άηχος κόσμος. Δυο ώρες του έφταναν για να απορροφήσει όλη τη σιωπή, παρά την αδιάκοπη φασαρία των επισκεπτών και των κινητών τους, σαν σφουγγάρι κολλημένο σε κάποιο βράχο στον πυθμένα. Δεν υπήρχε κανένα άλλο μέρος όπου να μπορεί να συγκεντρωθεί στην εσωτερική του βουβαμάρα, μια βουβαμάρα που τον συνόδευε από μικρό, που πάντα παρεξηγούνταν για ντροπαλότητα ή κάτι ανάλογα άστοχο, με αποτέλεσμα κάθε είδους ταπεινωτικές πρωτοβουλίες να τον βοηθήσουν να «του λυθεί η γλώσσα» από γονείς, δασκάλους και εφήμερες ερωτικές σχέσεις, που δεν κρατούσαν ποτέ πάνω από τη διαπίστωση του έτερου ημίσεος ότι δεν είχε καμία διάθεση να αρχίσει την πάρλα έτσι, χωρίς κανέναν ιδιαίτερο ή εξαιρετικό λόγο. Ως τώρα κανείς—ούτε η γυναίκα του, την οποία παντρεύτηκε επειδή ήταν απλώς συγκριτικά ανεκτικότερη και διακριτικότερη για αυτό το θέμα—δεν είχε μοιάσει να αντιλαμβάνεται ότι δεν του άρεσε να μιλά επειδή κουβαλούσε μια ερώτηση η οποία δεν είχε ακόμη εντός του αποσαφηνιστεί αρκετά ώστε να επιδέχεται κάποιας απάντησης, και ότι περίμενε υπομονετικά, και σίγουρα πολύ πιο υπομονετικά από οποιονδήποτε άλλον γύρω του, να του τεθεί, ώστε να μπορέσει να προσανατολίσει τις σκέψεις του και τις ιδέες του προς αυτή.
Ο σφυροκέφαλος, πλάσμα της Μειοκαίνου, είχε 20 εκατομμύρια χρόνια εμπειρία με τη δυσκολία διατύπωσης της αρχικής ερώτησης και, όπως ο ίδιος, περίμενε υπομονετικά τη στιγμή που θα καλούνταν να την απαντήσει. Γι’ αυτό άλλωστε, και στη μακρά διαδικασία αναμονής για την ανάδυση αυτού του ερωτήματος, είχε εξελιχθεί κρανιακά με τον τρόπο που εξελίχθηκε, και που του έδινε απίστευτα πλεονεκτήματα όρασης έναντι των άλλων πλασμάτων και φυσικά και του ανθρώπου, αφού μπορούσε να δει σχεδόν στο πλήρες εύρος των 360 μοιρών, μπροστά και πίσω απ’ το σφυρόσχημο κεφάλι του, μετωπικά και πλαγίως, κινούμενος σε έναν κόσμο που ήταν ενιαίος και αρραγής στη διαρκή του κίνηση. Δεν τεμαχιζόταν από τις τεχνητές διαιρέσεις που επέβαλλε η φτωχή όραση του ανθρώπου, που σαν να μην έφτανε αυτό, είχε το θράσος να απεικονίσει τον Θεό με ανθρώπινο κεφάλι, ενώ ήταν ξεκάθαρο ότι το κεφάλι του Θεού έπρεπε να είναι σφυρόσχημο αν η συμβολική πρόθεση ήταν να απεικονιστεί η ικανότητά του να τα βλέπει (και οπωσδήποτε να τα τιμωρεί) όλα.
Στον δρόμο πίσω, τρέχοντας με 120 χιλιόμετρα την ώρα, και αμέσως πριν η μύτη του επιβατηγού Μπόινγκ προσκρούσει με δική της ουρανόσταλτη ταχύτητα 350 χιλιομέτρων την ώρα πάνω στην οροφή του SUV του, καθώς τα ουρλιαχτά εκατόν ογδόντα επτά ανθρώπων και εννέα ζώων συντροφιάς στον αποθηκευτικό χώρο του αεροσκάφους τον πλησίαζαν με όλη την επιτάχυνση της γήινης βαρύτητας, αμέσως πριν την ουσιαστική εξαέρωσή του σε κλάσματα του δευτερολέπτου, σκεφτόταν ότι μπροστά στη σιωπηλή στάση και τη στερεοσκοπική όραση του σφυροκέφαλου, τα μεγάλα τυφλά σημεία πάνω και κάτω απ’ το σκληρό απ’ τον χόνδρο κεφάλι του ήταν πραγματικά αμελητέα μειονεκτήματα.
Ο Αντώνης Μπαλασόπουλος γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη και είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η δημιουργική του δουλειά (αφορισμοί και σύντομα δοκίμια, ποίηση και διήγημα) έχει δημοσιευτεί σε πληθώρα έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων. Έργα του είναι δυο συλλογές αφορισμών και δοκιμίων: Απ’ το μάτι της βελόνας. Αρχείο ελλειπτικών παρορμήσεων (Galerie Astra, εκτός εμπορίου, 2010) και Το βιβλίο των μικρών συλλογισμών(Galerie Astra, 2011)· τρεις συλλογές ποίησης: Πολλαπλότητες του Μηδενός (Σαιξπηρικόν, 2020), Λευκό στο λευκό (Ενύπνιο, 2021), και Το βιβλίο των πλασμάτων (Σαιξπηρικόν, 2021)· και μια συλλογή σύντομων διηγημάτων, Ο κύβος και άλλες ιστορίες (24 Γράμματα, 2021).