Ρογήρος Δέξτερ | Σχεδίες

© Izis Bidermanas

TENDER
 IX

Τί τη θες τη νύχτα
Μού ‘λεγε εκείνη η γριά στη Λήμνου•
Τί τη θες, η νύχτα είναι για τους νεκρούς
Και όσοι την περπατούν αργοπεθαίνουν
Ή γίνονται πιο νεκροί κι από τους πεθαμένους•
Τη σκεφτόμουν και πάλι
Σα να με είχε γεννήσει – σα Μοίρα
Τις προάλλες που για δυο ανοησίες
Πάνω στο ποτό
Παίξαμε τις γροθιές μ’ έναν παλιόφιλο
Για το “μουνί τής αδερφής του”
Και άλλες αλητείες
Ώσπου μας χώρισαν• ωραία καμώματα•
Για λίγο ή πολύ θυμό
Να μπεις στα σίδερα
Ή να σε βρουν στο τσακ μαχαιρωμένο•

TENDER
XI

• “εδώ θα παίξω ζάρια με το θάνατο”
Ψιθύρισε
Νομίζοντας πως βρήκε επιτέλους
Τα κότσια να πατήσει τη σκανδάλη•
Αλλά δεν ήταν
Παρά άσκηση ύφους
Μια δοκιμή
Μια πράξη που ίσως άξιζε
Ν’ ανεβεί στο σανίδι και ύστερα να πέσει
Γερό χειροκρότημα στη μουσαντόραμπα•
Την ευχάριστη ώρα που άλλοι
Παλιά γαργαρότεκνα
Θαλασσινοί στα καρυδότσουφλα
Στους σκυλοπνίχτες
Ρουφούσαν με θόρυβο το καημοζούμι
Ή βροντούσαν τα πούλια γελώντας
Χτυπώντας στ’ αριστερό το κηφηνόσβωλο
Και – καθώς συνήθιζε πολύ συχνά να χάνει –
Τον έπαιρναν με τις ξινάστρες γιατί
– Όπως ο ίδιος έλεγε –
Η τύχη και οι γυναίκες
Τού έβαζαν παντοκουλούρα
Όχι μόλις προχτές που εξηντάρισε
Αλλά και πίσω στον μακρινό πλατάχρονο• έτσι
Έστρωνε σα χαλί την απόλυτη εκδοχή του
Πως “όλα τα θηλυκά
Είναι γαμιόλες στην ψυχή
Και η τύχη
Μια ξεκωλιάρα που αγαπάει
Μόνο τους ήρωες”• έφυγε τελικά
Από καρδιά στα 63
Ενώ καρδιά δεν είχε• πριν από χρόνια
Την είχε ρίξει στα σκυλιά•

Gesta in Eutopia  V

Θα μπορούσε να ήταν αλλιώς
Το δάσος και η μακρινή ρεματιά
Να πλησιάζουν σ’ ένα μας σφύριγμα
Να είμαστε οι τελευταίοι επιζώντες
Τού πιο ξεχασμένου ξεσηκωμού
Οι ήρωες στα μέρη τής χαμοζωής
Που γράφουν τραγούδια για τον έρωτα• πολλά
Θα μπορούσαν
Αν οι τυφλοί πιστεύαμε στα θαύματα•
Ακόμη και το στήθος σου θα ξαναρχόταν
Κοντά στα χιλιάδες που περιμένουν
Φιλιά στο στόμα μου•

Gesta in Eutopia  VI

• αν μπορούσαν
– Η βλακεία πάει γόνατο –
Θα μ’ έκαναν μια χαψιά
Οι χασομέρηδες στους καφενέδες• ένας
Σωρός καρφιά κι ακαμάτες
Που ενώ το γυρίζουν
Από τη χαρτούρα στην κοκαλιά
Κάνουν σα ν’ ατενίζουν τον κόσμο
Από ένα ψηλό δικελομαντείο• ” ας ‘ούμε “
Το στήθος και τ’ αέρινο
Βάδισμα μιας σερβιτόρας
-Αστεράτο δεσποινάριο
Που μάλλον τραβιέται με διάφορους στο Α.Π.Θ. –
Αλλά και όσα
Γεγονότα φέρνει πίσω η μνήμη
Ή εδώ μπροστά στο παρόν που θά ‘θελε
Να γίνει κάποτε μέλλον
Κι ας μην ξέρει – ο χρόνος, ποιος άλλος; –
Τί στήνει καρτέρι στη γωνιά
Και τί ξημερώνει•
Όπως κι ο έρμος βάτραχος
Δεν ξέρει από ουρανό
Ούτε καν παίρνει μυρωδιά το ορθάνοιχτο
-Ενώ πλησιάζει αργά- 
Στόμα τού νερόφιδου
Που τον καταπίνει•