Γράφει ο Αντώνης Τσόκος
Όσο ψάχνεις, βρίσκεις. Κι όσο μελετάς ανακαλύπτεις λάθη για τη ζωή. Διάβασα αρκετές φορές τη Μάμα Κάρι. Την πρώτη φορά αποκλειστικά για τη χαρά της ανάγνωσης. Τις υπόλοιπες, όπως συμβαίνει με όλα τα βιβλία, για να ανακαλύψω τον εαυτό μου μέσα απ’ τις αφηγήσεις του συγγραφέα. Τα βιβλία γράφονται για να πιστέψουν οι αναγνώστες τη ζωή τους. Για να ανακαλύψουν καινούργια λάθη, να συμβιβαστούν με τις ατέλειες του χαρακτήρα τους. Τα βιβλία είναι καθρέφτες. Οι μοναδικοί καθρέφτες που επιστρέφουν τον κόσμο στην πραγματική του διάσταση.
Γράφει Ο Νικόλας Περδικάρης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων, οι ήρωες δεν νιώθουν πόνο μα ούτε και απόλυτη χαρά. Είναι όλοι τους παράλογοι. Όχι γιατί αρνούνται να προσαρμοστούν σε πλαίσια που η «καθώς πρέπει» αναμέτρηση με την πραγματικότητα τους επιβάλλει, αλλά επειδή στο δικό τους σύμπαν δεν υπάρχουν συρτάρια, τετράγωνα κουτάκια ή άλλα –δήθεν πολύτιμα- σχήματα εγκλωβισμού. Σε αυτό το βιβλίο τα πάντα είναι βίδες. Πολύχρωμες βίδες. Και οι άνθρωποι, σαν αυτοσχέδια-αυτόνομα «οχήματα», μεταφέρονται από το ένα σημείο της πλοκής στο άλλο.
Καθημερινά ζούμε το παράλογο, το οποίο ονομάσαμε ανάπτυξη για να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια. Ο εικοστός πρώτος αιώνας είναι ο αιώνας της παράλογης πολιτικής σκέψης, της παράλογης συμπεριφοράς. Σε μία κανονική κοινωνία, με αρχή μέση και συνέχεια οι ήρωες του βιβλίου θα θεωρούνταν απολύτως λογικοί. Στην παρούσα κατάσταση, που το τέλος διαδέχεται το τέλος, λογική θεωρείται το απλωμένο χέρι. Είτε αυτό είναι το απλωμένο χέρι του κράτους, είτε του υπαλλήλου των αυτοκινητοδρόμων, είτε του εξαθλιωμένου πολίτη.
Είπα πως θα γνωρίσω τη Λουλού των διοδίων και θα γίνει. Ετοίμασα μάλιστα γι’ αυτήν ένα γάντι, που της φτάνει περίπου ως το ώμο. Μοναδική εφεύρεση για το μικρό μου, να μην περνάει το ψύχος μέσα του κάθε που βγάζει λίγη σάρκα από το παραθυράκι. Αναρωτιέμαι αν το σκέφτηκε αυτό κανένας άλλος οδηγός, πως οι κοπέλες στη Χαϊγουέι Ντι ξεπαγιάζουν. Λεφτά, λεφτά… Στο διάολο τα κουδουνιστά κέρματά σας. Εδώ μιλάμε για ψυχές. (Απόσπασμα από το πρώτο διήγημα της συλλογής, «Με το γάντι».)
Κάθε εργοδότης ζητά ένα γυμνό κομμάτι σάρκας να αποθηκεύσει τον πλούτο του. Και κάθε εργαζόμενος ένα τόπι ύφασμα να προφυλαχτεί απ’ το ψύχος. Οι γυμνοί δεν πεθαίνουν, οι γυμνοί αντικαθίστανται. Παραμένουν έτσι αιώνια γυμνοί. Όχι γιατί δεν φτάνει το ύφασμα αλλά γιατί περισσεύει.
Το πρώτο διήγημα της συλλογής είναι κατά τη γνώμη μου ένα βαθιά πολιτικό κείμενο, αριστοτεχνικά σχεδιασμένο από τον συγγραφέα. Αυτή βέβαια είναι μία από τις πολλές αναγνώσεις, όχι μόνο του συγκεκριμένου διηγήματος αλλά, του συνόλου των διηγημάτων της συλλογής. Η γραφή του Περδικάρη φλερτάρει έντονα με την ποίηση, κάτι που τονώνει την κριτική σκέψη του αναγνώστη.
Ο Περδικάρης δεν προσφέρει έτοιμο φαγητό, προσφέρει τροφή για σκέψη. Όσα χρόνια διαβάζω κείμενά του δεν έχω ξεκαθαρίσει αν είναι ένας πεζογράφος σε σώμα ποιητή ή ποιητής στο σώμα πεζογράφου. Βέβαια δεν έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί οι ταμπέλες τις περισσότερες φορές οδηγούν στον λάθος δρόμο.
Η Μάμα Κάρι απαρτίζεται από δεκατρία αυτοτελή διηγήματα. Οι ήρωες των ιστοριών δεν μοιάζουν με τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Φαινομενικά, γιατί όπως οι πόρτες έτσι και οι άνθρωποι έχουν δύο όψεις, την εσωτερική και την εξωτερική. Ο Περδικάρης διαλέγει να βγάλει στην επιφάνεια τη μέσα πλευρά των ηρώων του. Τους αφήνει να κυκλοφορούν με τις ραφές ξηλωμένες. Αυτό που κοιτάς είναι αυτό που σου κρύβω, σου λένε κατάμουτρα. Ακόμη και ο Θεός αντί να εξισορροπεί τις αδικίες, μοιράζει άδικο. Αφού σ’ έναν απόλυτα δίκαιο κόσμο κανείς δεν τον αποζητά. Ο ίδιος γνωρίζει πως σ’ αυτό το κενό δικαιοσύνης οφείλει την ύπαρξή του και πράττει ανάλογα.
Ο Περδικάρης δημιουργεί τον δικό του κόσμο. Βαφτίζει πόλεις, ωκεανούς, αυτοκινητοδρόμους, ποταμούς, λίμνες, αλκοολούχα ποτά. Η επαρχία Καπτρί, ο αυτοκινητόδρομος Χάϊγουει Ντι, η γωνία των οδών Σοφτ & Κόνφορντ μπροστά από το εμπορικό κέντρο, η λίμνη Ορίντα, το όρος Μπέρμπον εκεί που οι γέροι πίνουν Φλατ Σάιλενς με πάγο, η ακρογιαλιά της Αγίας υγείας, οι μεγάλοι ανιχνευτές ψεύδους της κομητείας Λάιερ, η Χελ Άβενιου, η λεωφόρος Μπιτς Τριπ, ο πλάτανος της οδού Πάρτνον.
Στην επαρχία Κάπτρι είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τη σκουριά από αίμα, την ελπίδα από το θαύμα. Στη γωνία των οδών Σοφτ & Κόνφορντ οι άγιοι της καθημερινότητας μοιράζουν θαύματα και απογοητεύσεις. Στη λίμνη Ορίντα οι νέοι αποταμιεύουν τα νιάτα τους για μια εποχή που θα έχουν την οικονομική ευχέρεια να τα ζήσουν. Στην ακρογιαλιά της Αγίας υγείας οι ασθενείς επιλέγουν το χρώμα του πυρετού τους. Στον αυτοκινητόδρομο Χάϊγουει Ντι τα ανθρώπινα άκρα εξέχουν απ’ το τοπίο. Στη φωλιά της γαρίδας τα κορίτσια ντύνονται τη θάλασσα στα όνειρά τους. Στην κομητεία Λάιερ τα χρώματα τραγουδούν την αλήθεια. Στη Fontana della Strega τα δάκρυα καθαρίζουν τους λεκέδες που αφήνουν οι πληγές. Στη λεωφόρο Μπιτς Τριπ οι μηχανές γενούν αβγά. Στην οδό Πάρτον η τέχνη εξομαλύνει την πραγματικότητα.
Ό,τι βαφτίζεις είναι θάλασσα. Ό,τι αγαπάς, αυτό είναι, μας εκμυστηρεύεται στο «Υγρό φόρεμα», το τρίτο διήγημα της συλλογής. Η θάλασσα, τα ποτάμια, οι λίμνες διατρέχουν τις περισσότερες ιστορίες. Ξεδιψούν όσους ξεχνά η αγάπη να δροσίσει.
Τον συγγραφέα δεν αφήνουν ασυγκίνητο οι κοινωνικές αδικίες, η ανισότητα, ο χρόνος, ο έρωτας, ο θάνατος αλλά και η προσπάθεια μετατροπής του ανθρώπου σε ψηφιακά ελεγχόμενη μηχανή. Οι μηχανές γενούν, ο άνθρωπος σιγά σιγά μετατρέπεται σε ρομπότ. Διατηρώντας την ψευδαίσθηση πως υπηρετείται από αυτές.
Πριν μερικά χρόνια, σε παρουσίαση του πρώτου βιβλίου του Νικόλα, (Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα – Εκδόσεις «Το Ροδακιό») είχα πει πως ο Περδικάρης μπορεί να σε σκοτώσει μ’ ένα λουλούδι. Εξακολουθεί να το κάνει. Το κάνει πάντα όμως με το γάντι. Το κάνει τόσο όμορφα που παύεις να πιστεύεις στον θάνατο. Όταν διαβάζεις κείμενα του Νικόλα Περδικάρη πιστεύεις στα χρώματα, στη θάλασσα, στη φιλία, στην ισότητα. Πιστεύεις πως η ζωή δεν είναι πίσω αλλά μπροστά μας.
Νικόλας Περδικάρης - Μάμα Κάρι - Ο Μωβ Σκίουρος, 2021