Απόστολος Θηβαίος | Ο Μπέργκμαν στην Penzia

© Willy Ronis

Quattrocento

Στην Pienza ο χρόνος δεν μετριέται. Εκείνο που απομένει είναι ένας γηγενής αισθητισμός, μια μαρτυρία σαν εκείνη που εξέπεμψε ο Κόντογλου. Η ζωγραφιά υπάρχει πέρα από τον εαυτό της και αυτό το όλα επιτρέπονται στην τέχνη αν μια ψυχή επιθυμεί να υψωθεί συνιστούν τις πιο συχνές εξομολογήσεις των ανθρώπων αυτής της μεταφυσικής επαρχίας. Βλέπετε μεγάλωσαν πλάι στα φρέσκο των ναών και στις ερειπωμένες ζωγραφιές. Σκίτσα και μεγαλοπρέπεια πεντακοσίων ετών και βάλε. Ο κόσμος στην Pienza ζει μοιρασμένος ανάμεσα στο τώρα και το ποτέ των μορφών που αποκοιμιούνται πάνω στα μισογκρεμισμένα τοιχία, στο ψηφιδωτό που γερνά σαν καρδιά, στο ανεκπλήρωτο ειδύλλιο της Αφροδίτης και του χρόνου. Εδώ ήταν που πριν από χιλιάδες όνειρα μια νεαρή θεά στάθηκε για πάντα στο πλευρό της ομορφιάς και ο κόσμος κύλησε, έγινε εκφραστικότερος, επινόησε πια το δικό του μέτρο.

Απόψε στην Pienza ολοκληρώνεται το φεστιβάλ προς τιμήν του Μπέργκμαν. Προβάλλονται οι Άγριες Φράουλες  στην κεντρική αίθουσα του παλατιού Piccolomini. Το πλήθος έχει απλωθεί έξω στο περιστύλιο. Μοιάζουν με πλάσματα που μια άγνωστη αιτία για πάντα τα εξημέρωσε. Είναι όλοι τους νέοι, τόσο νέοι και αν μπορούσε κανείς να τους παρατηρήσει τότε θα΄βρισκε πάνω τους λέξεις νησιά του Καρούζου και τον μυστικισμό της ζωής που μεγαλώνει μες στους κόλπους της λήθης. Εντός τους κουβαλούν στίχους από τις λειτουργίες του Auden, νύχτες ερεθιστικές και όνειρα. Αυτά τα τελευταία είναι που χαλούν τον κόσμο κάτω στον κάμπο της Pienza. Τριγυρνούν ντυμένα Αρετούσες και Ερωτόκριτοι και Πανάρετοι, εμφανίζονται μονάχα σαν το θελήσει κανείς και ύστερα ξεμακραίνουν, στολισμένα από χέρι κοριτσιού. Η μοίρα τα καταδίκασε να ζουν πάντα εκεί. Στην Pienza που δεν έχει άλλη αρετή από εκείνη της παλαιότητας και της ύστατης εκλέπτυνσης, μιας φίνας δόξας που ποτίζει μελαγχολία όσα φτιάχτηκαν από χέρια ανθρώπινα. Αρκεί μια περιήγηση στον κάμπο και ευθύς θα σου αποκαλυφθεί το ορμητικό, το βαθύ στοιχείο και ο σπασμός που έδεσε στην μοίρα του τούτο εδώ τον τόπο. Φαντάσου, μάτια γαλανά και απατηλά και χρώματα και ίχνη από κόκκινες κιμωλίες.

Σαν πέφτει η νύχτα στην Pienza ξυπνούν τα θαύματα. Τα κορίτσια ανακτούν το πρόσωπο του φεγγαριού και ο βασιλιάς από έρωτα πεθαίνει. Απομένουν οι ζωγράφοι, κάτι δέντρα ολομόναχα για να αποδώσουν το μυστήριο της ζωής με όσα από τα μέσα προσφέρουν ακόμη τα χρώματα. Τους ξεχωρίζεις, φιγούρες δουλεμένες σε Χιονιαδίτικη πέτρα. Η Αρκαδία, μια ιδέα φλεγόμενη στο βάθος του πορτραίτου, τάγματα που περνούν,  κόσμος που σαλεύει στο βάθος της εικόνας, η Μαρία με τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά της, μια στιγμιαία αποπλάνηση του θεού από τον άνθρωπο.

Είναι στ΄αλήθεια δύσκολο πολύ να ξεχωρίσει κανείς τα ζωγραφισμένα κορίτσια από εκείνα που τριγυρνούν τις εξοχές της Pienza με φοδραρισμένες μανσέτες και μαύρο, κεντημένο φουλάρι στους ώμους. Όποιος δεν πιστεύει σε αυτά μάτια, σε αυτά τα κορίτσια τότε έχει εντός του έναν νεκρό Θεό για να τον συντροφεύει. Όποιος αψηφά την Αναγέννηση που επιβιώνει στις ερημιές αυτού του λησμονημένου κόσμου, εκείνος που δεν ακούει τον ψίθυρο ενός κόσμου σταματημένου, αυτός ποτέ δεν θα αντικρίσει τα πρωτογενή πορτραίτα, τα σταθερά, τα κοντινά, τις εκφράσεις που λένε τόσα μυστικά, αμίλητα από αιώνες. Είναι ένας άνεμος μεταφυσικός που φυσά τα κορίτσια της Penzia την ώρα που ο Μπέργκμαν αφοσιώνεται στην καρτερία του βλέμματος, απλώνοντας το χέρι του στον αιώνιο, κάνοντας κομμάτια κάθε έννοια κλασσικού, σκοτώνοντας το φίδι της λογικής.

Μην το λησμονήσεις πως τα κορίτσια της Penzia είναι οι νότες των σαξοφώνων. Τα φουστάνια τους που ανεμίζουν μπορούν να κάνουν κομμάτια τα βλέμματα του Μπέργκμαν και ακόμη μπορούν να ζωντανέψουν τις πιο ένδοξες στάχτες. Αυτός ο ενθουσιασμός δεν τιθασεύεται, δεν διαπαιδαγωγείται. Οι νύχτες της Penzia αναπλάθονται μες στο πάθος της πραγματικότητας και ο έρωτας πια ξενυχτά όλο κοκκινάδι στις παρειές της Μόνα Λίζα, της Ελένης, της Κασσάνδρας, της Μπεά, άσπιλος έρωτας, σημάδια που σε παίρνουν από το χέρι και κάπου σε πάνε. Ως την Penzia, την ηρωική, αναγεννησιακή πολίχνη που κρατά απόψε τα κλειδιά.

Ποια δύναμη άκτιστη την κυβερνά, ποτέ δεν θα το μάθεις. Μονάχα έμψυχους πίνακες θα βρεις εδώ, απαλλαγμένους ολότελα από τα μοντέλα τους. Σκηνοθεσίες θα ανακαλύψεις με υπεράνθρωπο μεγαλείο να διαμορφώνουν τις γλώσσες των αιώνων. Ίσως είναι αλήθεια, μα ετούτος εδώ ο Μπέργκμαν, ολόκληρο το φεστιβάλ, αυτός ο μετέωρος καταυλισμός από αλλοτινούς καιρούς, όλα φαντάζουν υλικά της αναγέννησης. Ο τόπος ολόκληρος περνάει μες στο μοντάζ του πρωινού και η Penzia μπορεί να περηφανεύεται πως συνιστά έναν μπουφέ γεμάτο νιάτα, χρώμα, θεούς ταπεινούς, δεσποσύνες και μαντόνες, λιγότερο θεϊκές, σχεδόν ποθητές, μεγέθη πλαστικά και ανολοκλήρωτα και ιδιοφυή.

Ξημέρωνε και το γαλάζιο μου στενό κανέναν απολύτως δεσμό δεν διατηρούσε με την αναγέννηση της Penzia που λανσάρει τούτη εδώ η ταξιδιωτική μπροσούρα. Πώς έφθασε στα χέρια μου μια τέτοια αποκάλυψη ποτέ δεν θα το μάθω. Ο κόσμος πλήθαινε στο γαλάζιο μου στενό. Τώρα  θεοί και  άνθρωποι μπερδεύονταν έξω στους δρόμους, εκτοξεύονταν σε υπόγειες τροχιές, μιλούσαν ακατάπαυστα, πολιορκίες έλυναν και έκλειναν κύκλους, τις ζωές τους κυνηγούσαν, διελκυστίνδες και εγκώμια του χρόνου. Οι βιοτεχνίες και το εμπόριο γίνονταν σαν πάντα η ατμομηχανή του πρωινού.  Ο κόσμος της φαντασίας και της αιωνιότητας, ο θείος κόρφος του γέρο Blake που μια φορά και έναν καιρό όλοι θα  μπούμε, ξέφτιζε. Και αν οι αιώνες τίποτε δεν θυμούνται, και αν ο Μπέργκμαν παραμένει μονάχα μια μεταφυσική σελίδα στην ιστορία του κινηματογράφου, ποιος στ΄αλήθεια νοιάζεται πια.

Δεν θα επισκεφτώ ποτέ την Penzia, συλλογίστηκα. Και ο Μπέργκμαν μια μελέτη για την χρόνια νόσο της ζωής και του κόσμου στάθηκε, μια ακοίμητη, γενετήσια ορμή, σχεδόν καλοκαιρινή και απροσμέτρητη.

Το γαλάζιο μου στενό, λίγα τετραγωνικά δίχως ποίηση. Όμως, η Penzia, συλλογίστηκα και πνίγηκα μες στο ασύδοτο το φως.

Απόστολος Θηβαίος