Υπάρχει ένα πλατάνι στη μέση της πλατείας, μετά τον πλακόστρωτο ανηφορικό δρόμο, αφημένο από χρόνια στη μοναξιά του. Λιγόστεψε η φυλλωσιά του στα αραιωμένα του κλαδιά που αντιστάθηκαν στον χρόνο. Γέρικο σώμα, που χώρεσε τόσους χειμώνες και αντέχει ακόμα.
Κατάλαβα αμέσως πως οι ρίζες του απλώθηκαν βαθιά μέσα στη ζωή μου, τόσο, που με τραβούσα πίσω -η μάνα μου από την εξώπορτα με σταύρωνε κρυφά πίσω από την πλάτη μου, «στο καλό» μου φώναζε «καλό δρόμο» κι εγώ δεν είχα φύγει ποτέ από εκεί -αδέξιος παρατηρητής.
Αποτυπώνω σκέψεις σε ημερολόγιο, προσπαθώντας να οργανώσω τις μέρες μου. Γράφω: Μια φορά στη γιορτή μου μας επισκέφτηκαν ο δάσκαλος με τη γυναίκα του και η μάνα μου είχε στολίσει το βελούδινο τραπεζομάντιλο και τα σοκολατάκια στη φοντανιέρα, και μου είπε «μην τα φας όλα».
Όμως τη στιγμή που η γυναίκα του δάσκαλου έριξε κατά λάθος την πορτοκαλάδα της στο τραπέζι, πάνω στο βελούδο, της είπα «δεν πειράζει δεν είναι δικό μας αλλά της θείας μου Ελένης». Τιμωρήθηκε η καλή μου πρόθεση να την κάνω να νιώσει άνετα με εξορία στην πλατεία.
Μοιάζω εξόριστος έτσι και αλλιώς από τότε, καθισμένος στο πλατάνι, με προσδοκίες που μοιάζουν με μεγάλο στόμα, που χάσκει και με καταπίνει.
Η Μαίρη Γ. Πράσατζη γεννήθηκε στη Δράμα και μεγάλωσε στην Καλή Βρύση -ο τόπος που την καθόρισε. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Πηγή έμπνευσης για εκείνη αποτελούσε πάντα ο άνθρωπος, με τις ευαισθησίες, τις αξίες και τις αδυναμίες του, και ο χρόνος με την φθορά του, που τα υπονομεύει όλα.