Μαρτυρίες, παρτιτούρες, τίποτε
Τώρα νυχτώνει παντού. Την πόλη χαράζουν πεντάγραμμα, το γαλάζιο μου στενό δεν ήταν ποτέ η εξαίρεση. Ψάχνω τις λέξεις μα είναι καιρός τώρα που έγινα ερείπιο φτωχό. Τώρα η πλατιά ζωή έχει δώσει την θέση της στην μεγάλη ησυχία των μικρών ωρών. Δεν ήμουν ποτέ πιο μόνος από ετούτη εδώ την νύχτα. Το γαλάζιο μου στενό είναι μια χώρα χαμένη, στίχος που φέγγει αδέσποτος στο χείλος κάποιου ποιήματος. Όλα αποκοιμιούνται τώρα, σπίτι και τροχοφόρα και άνθρωποι που σβήνουν κάποιο φως, που σέρνουν τα βήματά τους και μεταμορφώνονται σε νεαρούς θεούς του ύπνου. Τίποτε δεν σαλεύει στο γαλάζιο μου στενό, μόνο τα σκουπίδια που τα σέρνει η αύρα η νυχτερινή και παντού τα πηγαίνει. Δεν είναι ρομαντισμός, είναι τα απαρατήρητα σκηνικά που περνούν από δίπλα μας, που καταστρέφονται πριν ακόμη τα υποψιαστούμε. Δεν είναι ρομαντισμός, μονάχα ραγισμένες πλάκες πεζοδρομίων, εδώ που άλλοτε κατοίκησαν τ΄αγριοπούλια. Μιλώ με την φωνή μου, σκάβω με τα νύχια μου αυτήν την αξεδιάλυτη σκόνη που άλλοι την είπαν αιωνιότητα και εσύ άβυσσο. Μα δεν παύει να είναι το ίδιο το περιεχόμενο της βιογραφίας μας, ένας θόρυβος μες στους αιώνες και τίποτε περισσότερο. Σε ολόκληρη την πόλη αντηχεί τώρα μια νύχτα και οι γκαζολάμπες στα καφενεία μονάχες χορεύουν. Έτσι σβηστές πλανώνται στο στερέωμα ετούτης της πολιτείας που θυμίζει μυθιστόρημα με απέραντες σελίδες. Ακολουθούν τον άνεμο όπως εγώ εσένα καθώς χύνεσαι στις πλατιές όχθες του κόσμου. Τα χρώματα συστήνονται από την αρχή στον κόσμο.
Και ένιωσα το θρόισμα της ώρας. Πράγματα που ως τότε θεωρούσα λησμονημένα άφηναν το ίχνος τους μες στην σιωπή. Άφηναν τον ήχο του μετάλλου και τον ήχο του ονείρου όταν ξεφυλλίζει τα εδάφια, μα και πάλι δεν θα μπορούσα να είμαι ακριβής. Η μνήμη μου κάνει παιχνίδια και δεν είναι λίγες οι φορές που ζω σαν μάρτυρας. Τα ονόματα, τα μέρη, τις ζωές που έσπασαν, τις μουσικές ποτέ δεν θα τις ξαναβρώ. Ήμουν Ορφέας και αντίκριζα την αίσθηση με όλη μου την ψυχή.
Η άλλη μου ζωή ώρα την ώρα εξασθενούσε. Ένα ερώτημα μεγαλειώδες που μονάχα οι τυφλοί και τα παιδιά αισθάνονται βαθιά ξέσπασε μέσα μου. Σκέφτηκα ποια να είναι η μουσική που σημαδεύει απόψε τούτο εδώ το γαλάζιο στενό, την πολιτεία ολόκληρη. Άλλο δεν έχω για να πιαστώ έξω από τους ήχους της ζωής. Αλλιώς ετούτο το μολύβι της νύχτας θα με νικήσει.
Να είναι τα γέλια της παρέας που περνά και χάνεται μες στους κυκλώνες των Χαυτείων, να είναι ο ήχος του μικρού ρίγους, ποιος θα το πει, ποιος. Ίσως πάλι να πρόκειται για τα δημοτικά τραγούδια που ξεπροβάλλουν ξαφνικά, με ένα πονεμένο ρεφραίν και ύστερα πάλι αποκοιμιούνται στην αγκαλιά της ελληνικής επαρχίας. Εκείνα που παίρνουν μαζί τους τα φορτηγά, όγκοι καρτερικοί στον καινούριο αιώνα. Να είναι ο σκοπός ενός διαβάτη που περνά ελεύθερος και ωραίος και πολιορκημένος κάτω από τα πεπαλαιωμένα μέγαρα και για τίποτε δεν νοιάζεται.
Ίσως πάλι ο ήχος της πολιτείας μου να συνοψίζεται στα κλάματα από το βάθος του φωταγωγού, στον χτύπο του ρολογιού που δείχνει το δρόμο προς το ξημέρωμα. Κανείς δεν θα πει και εγώ ποτέ δεν θα μάθω. Αν τάχα το τραγούδι της εποχής μου έχει να κάνει με μια απομίμηση ή με το προορισμένο που χάνει αδιάκοπα τον δρόμο του. Να είναι ο ψίθυρος του κόσμου λέει, τότε και τώρα και πάντα, να είναι λέει ο βόμβος του ροδανιού ή ο άνεμος που γίνεται κομμάτια πάνω στην δελφινιέρα των ποιητών. Ποτέ και κανείς δεν θα μου το πει. Ίσως πρόκειται μονάχα για την θερμή και αφοσιωμένη φωνή που έχει ο καθένας μας για φυλαχτό μες στην ζωή του. Σελίδες ενός βιβλίου που γυρνούν αδέσποτες μες στην νύχτα, τα βήματα που λιγοστεύουν, μια πόρτα που κλείνει, ο ήλιος που σαρώνει εκεί έξω τον κόσμο, τα λαϊκά της καρδιάς μας σε ανεξιχνίαστες διαπασών, οι κομπάρσοι από τα μπαλκόνια που εξακοντίζουν φωνές ηλεκτρικές, τα πολυβόλα, το άνθος που σπάει μες στην άνοιξη και τώρα οδεύει αναπόδραστα προς τον θάνατό του, το βιβλίο που αποκοιμήθηκε κλειδώνοντας ένα σωρό σκηνογραφίες, μια Αντιγόνη εν Αθήναις που ουρλιάζει την μοναξιά της μήπως και την ξορκίσει. Τα μάρμαρα της ακροπόλεως όταν γερνούν και οι χορδές τους σπάνε, σκόρπιες λέξεις από τα ποιήματα του Καρούζου και ο σπουργίτης που δεν μετανιώνει για την ζωή του και όλο τραγουδά, επειδή αυτό επιβάλλει ολόκληρη η ύπαρξή του. Ίσως η μουσική της εποχής να είναι εκείνος ο ξύλινος ήχος που κάνει ο πατέρας όταν λείπει, ίσως πάλι τα παιδιά που ξεσηκώνουν τα μεσημέρια με το τεράστιο, ιδρωμένο μέτωπό τους και οι πωλητές των υφασμάτων που φθάνουν αναπάντεχα σαν βροχές μες στις γειτονιές μας. Εμείς πάντα με τις βιογραφίες μας περίλυπες στα χέρια, εκλιπαρώντας για το αθάνατο νερό. Δεν θα το πίστευα ποτέ, μα ίσως η μουσική κάθε εποχής να εκπορεύεται από την πικρή σελήνη και τα δίσεκτα χρόνια.
Φάνηκε το ξημέρωμα και όλα πήραν μια θολή, μετέωρη υγρασία. Όσα σου είπα πάνε χαμένα. Η μουσική που αγαπά να κρύβεται ποτέ δεν θα πει το όνομά της, σαν όστρακο σε διαρκή εξορία παραμένει, μια σιωπή ισοδύναμη του ασβέστη. Όλα κινδυνεύουν να χάσουν την φόρμα τους μες στο σκοτάδι. Για αυτό και εγώ όταν κοιτάζω ένα στόμα που είναι έτοιμο να τραγουδήσει χαίρομαι που κάποιος αγαπά τον Μονέ μήπως έτσι μαλακώσει κάπως η σκοτεινιά του κόσμου στα χρόνια που θα΄ρθουν.
Το πρωί όλα θα κυβερνώνται ξανά από έναν άγνωρο ρυθμό. Λένε πως μας μέλλουν νύχτες γεμάτες σκιές και τρόμους. Εγώ όμως κρατώ τις μουσικές που σε μια και μόνη έξαρσή τους μπορούν κομμάτια να κάνουν στρατώνες, υπηρεσίες, διεθνείς οργανισμούς, ισοτιμίες, συμβάσεις. Εμένα τον ίδιο.
Τ΄αρνήθηκε,
Το φιλοδώρημα
Του κόσμου
Το αρνήθηκε.
¥
Και με πείσμα,
Με αφοσίωση πρωτόγνωρη
Στράφηκε στα
Ποιήματα.
Μην σου πουν ποτέ πως ετούτος ο καιρός δεν διαθέτει καμία μουσική εκλέπτυνση. Θυμήσου, το κορίτσι που περνά και φέρνει κάτι απότομο στις τέχνες και την ζωή μας, κρατεί εντός του ολόκληρη την διάψευση. Μια μουσική με μάτια στο χρώμα του κάστανου. Και αυτό είναι κάτι, είναι ας πούμε μια νότα από την μουσική της εποχής που την γράφει σαν πάντα η ομορφιά, η μόνη από τις τάξεις που μπορεί να σώσει την πολιτεία μου. Εμένα τον ίδιο.
Η απαλή αστραπή που προσμένω δεν θα ΄ρθει απόψε. Ο χρόνος το έσκασε και εγώ κινδυνεύω να μείνω εδώ, μάτια ερωτευμένα με τα φτηνοπράγματα του γαλάζιου μου στενού, μιλώντας για το αποτύπωμα ενός σύμπαντος την ώρα που το τελευταίο διαλύεται λυρικά. Σε λίγο ξημερώνει και το αφάνταστο σβήνει όλα του τα φώτα. Καμιά φορά σκέφτομαι πως χρωστώ αληθινή ευγνωμοσύνη στο γαλάζιο μου στενό.
¥
Ευθύς η αγκαλιά του
Γέμισε σπασμένα γυαλιά,
Τι παράξενο,
Τι παράξενο!
¥
Ορχήστρες ξεχυθείτε,
Πείτε στους αιώνες
Πώς έζησε.
Πως αγάπησε, πείτε,
Και αφανίστηκε.