–Εδώ!… εδώ!…
Ο Δημήτρης δαγκάθηκε προς στιγμήν, τον είχε δει προ δευτερολέπτων να κάθεται στο παγκάκι, και κάνοντας τον αφηρημένο άλλαξε κατεύθυνση στον βηματισμό του, όμως ήταν πλέον αργά για να τον αποφύγει.
–Εδώ!
Ήταν γείτονες παλαιόθεν και διατηρούσαν τυπικές σχέσεις χαιρετισμού, μα καθώς εδώ και έναν χρόνο ο Δημήτρης είχε συνταξιοδοτηθεί, βολτάροντας στην παραλία, θέλοντας και μη συναντιόντουσαν.
Ο κύριος Άγγελος, λίγο άνω των εβδομήντα, νεανίζων, κομψευόμενος, πρώην Δικηγόρος, ήταν κάπως επιδειξιομανής και κομπάζων, έτσι που ο Δημήτρης, καμιά δεκαετία νεώτερος, του είχε βγάλει το παρατσούκλι «Φιγκουρίτα». Ο ίδιος, πρώην Μηχανικός, άνθρωπος με πρακτικό πνεύμα, βαριόταν λίγο τις φλυαρίες του.
Πλησίασε προς το παγκάκι προσπαθ ώντας με ένα προσποιητό χαμόγελο να κρύψει την απροθυμία του και κάθισε δίπλα στον άνετο κύριο Άγγελο, που φορούσε άσπρα αθλητικά παπούτσια με άσπρες κάλτσες, άσπρο κοντό παντελονάκι και άσπρο μπλουζάκι με μπλέ γιακαδάκι, σαν γερασμένος τενίστας.
Καύσων πρωτοφανής, παρατεταμένος, αφόρητος είχε κτυπήσει όλη τη χώρα και συνεχιζόταν αμείωτος για δέκατη ημέρα τώρα, δοκιμάζοντας στα όρια τις σωματικές και διανοητικές αντοχές των ανθρώπων.
–Ξέρετε πούλησα το γιοτ μου, είπε ο κύριος Άγγελος.
–Είχατε γιοτ;
–Ξέρετε σε ποιον το πούλησα;
–Όχι… σε ποιον;
–Στην Μέρκελ.
–Στην Μέρκελ! Και που την βρήκατε!… είχατε το τηλέφωνό της; Ξέρετε πούλησα κι εγώ το ποδήλατό μου…στον Τραμπ!
–Με κοροϊδεύετε μου φαίνεται.
–Μα…όχι…όχι…υπάρχει…ένας ένοικος ξέρετε στην πολυκατοικία μας που…που δουλεύει σε επιχείρηση με τραμπολίνο…και…καταλαβαίνετε…το παρατσούκλι του είναι…το ποδήλατο ήταν ξεχωριστό με πρώτης ποιότητας αμορτισ έρ και ο γείτονας είναι ευαίσθητος βλέπετε σε θέματα ελαστικότητος…, προσπάθησε ο Δημήτρης να τα μπαλώσει όπως-όπως, τι όπως-όπως δηλαδή, απορούσε και ο ίδιος με την ευρηματικότητά του.
–Πολύ θα ήθελα αυτές τις δύσκολες ημέρες να είχα έναν Μιρό, να τον θαυμάζω, να τον αγγίζω, τον βρίσκω πολύ δροσιστικό, είπε ο κύριος Άγγελος, καθησυχασμένος.
–Μα γιατί μόνο έναν μηρό; Συνήθως, απ΄όσο ξέρω, πάνε δύο μαζί.
–Μα αγαπητέ μου νομίζω δεν παρακολουθείτε τις τιμές. Δεν λέω, έναν θα μπορούσα να αποκτήσω, αλλά δύο!…ομολογώ ότι θα ‘ταν δύσκολο ακόμη και για μένα.
«Πρέπει να ‘χω μείνει πολύ πίσω στις εξελίξεις!», σκέφτηκε ο Δημήτρης.
–Και γιατί τον βρίσκετε τόσο δροσιστικό;
–Ε να…το όνομά του ακούγεται σαν νερό!
–Εδώ που τα λέμε, γιατί όχι; Είναι γνωστό πως ο Πούσκιν ήταν λάτρης των γυναικείων ποδιών, μέχρι του σημείου να γράφει ποιήματα αφιερωμένα ειδικά σ’ αυτά.
–Γράφει ποιήματα ο Πούτιν; Το έλεγα εγώ ότι είναι μεγάλος άνδρας, πολυτάλαντος, και έχει βάλει την Ρωσία στον σωστό δρόμο.
–Γεια σου Ελίνα, είπε ο Δημήτρης, βλέποντας το τετραετές κοριτσάκι να περνάει από μπροστά τους με φόρα πάνω στο πατίνι, κάνοντας ταυτόχρονα ένα νεύμα χαιρετισμού στους πολύ νέους σε ηλικία γονείς της, που προσπαθούσαν μάταια να δροσιστούν περπατώντας νωχελικά στην παραλία μέσα στο καυτό βράδυ.
–Αποδίδει το κλιματιστικό σας αυτές τις ημέρες; ρώτησε ο κύριος Άγγελος.
–Ναι…πως…αν και προτιμώ έναν ανεμιστήρα Αρούμπα οροφής, γιατί νιώθεις να φυσάει μέσα στο σπίτι.
–Μήπως το σπίτι σας είναι Το σπίτι των ανέμων και σεις ο Λαμπίρης; Χα! Χα! γέλασε μόνος του με το αστείο του.
«Ας το πάρει ο άνεμος», σκέφτηκε ο Δημήτρης.
–Όμως, νομίζω δεν είναι σωστό να αποκαλείτε τον ανεμιστήρα σας «Αρλούμπα».
«Κάποιος άλλος λέει αρλούμπες εδώ πέρα», είπε πάλι από μέσα του ο Δημήτρης.
–Ξέρετε, έβλεπα αυτό το ολόγιομο, πανέμορφο Φεγγάρι πριν από λίγο και σκεπτόμουν το ενδεχόμενο κάποτε να μας χρεώσουν το φως του.
–Πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο;
–Γιατί όχι; Φανταστείτε, δεν είναι παρά ένα ακόμη οικόπεδο, όταν κάποτε, μελλοντικά δε λέω, κατακτηθεί κυριαρχικά από κάποια δύναμη, θα μπορούσε με σκίαστρα να ελεγχθεί το φως του προς τη Γη και να απαιτηθεί από τους λαούς να πληρώσουν ενοίκιο για τη χρήση του.
–Εδώ που τα λέμε δεν έχετε και άδικο, είπε ο Δημήτρης, που είχε αρχίσει να νιώθει μέσα του ξεκάθαρα σημάδια από τις επιπτώσεις του καύσωνος.
–Ξέρετε, εμφανίστηκε πριν λίγα χρόνια ένας Γερμανός που ισχυρίστηκε ότι το Φεγγάρι του ανήκει και μάλιστα προσκόμισε και τίτλο ιδιοκτησίας.
–Μα τι μου λέτε! Πως είναι δυνατόν!
–Πριν λίγους αιώνες, ο Άρχων ενός Δουκάτου της Βαυαρίας χάρισε με χρυσόβουλο το Φεγγάρι σε κάποιον αξιωματούχο της αυλής του, πρόγονο του εν λόγω κυρίου, ως ανταμοιβή για κάποιες πολύτιμες υπηρεσίες που του προσέφερε.
–Πολύ αστείο, αλήθεια!
–Το βρίσκετε αστείο;
–Ε μα ναι!
–Εγώ όχι.
–Πώς αυτό;
–Μα σας το είπα ήδη. Το Φεγγάρι δεν είναι παρά ένα ακόμη οικόπεδο και, όπως συμβαίνει πάντοτε με τα οικόπεδα, κάποτε θα προκύψει το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Τότε, το να έχει κάποιος στα χέρια του ένα χαρτί, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι δεν θα έχουν απολύτως τίποτα, είναι κάτι…δεν είναι;
«Βρε μπας και έχει λίγο δίκιο εδώ που τα λέμε», σκέφτηκε ο Δημήτρης, κοιτώντας με επιφύλαξη την πανσέληνο και νιώθοντας να ζαλίζεται σαν να βρισκόταν μέσα σε χαμάμ, καθώς η άχνα της ζέστης από το ζεματισμένο, τσιμεντόστρωτο γαρμπίλι του παραλιακού πλακόστρωτου ανηφόριζε μέσα από τα μπατζάκια του.
–Το ξέρετε ότι η Pepsi είναι δημιούργημα της Coca Cola;
«Τι ‘ναι πάλι τούτο», είπε μέσα του.
–Έχετε υπόψιν σας κάποια σχετική δικαστική διαμάχη;
–Όχι. Το σκεπτόμουν λίγο πριν έρθετε.
–Τι ακριβώς;
–Η συγκριτικότης φίλε μου…η συγκριτικότης!
–Δηλαδή;
–Κάποιος είναι καλός και ποιοτικός συγκριτικά με κάποιον που δεν είναι. Αν υπήρχε μόνη της η Coca Cola, θα ήταν ελκυστική; Θα ήταν απλώς δεδομένη. Χρειαζόταν ένα υποδεέστερο προϊόν, ούτως ώστε να προσδιοριστεί ποιοτικά στη συνείδηση του καταναλωτή.
«Τελικά δεν είναι και τόσο τρελάρας», σκέφτηκε ο Δημήτρης.
–Φαίνεται πως συχνά η γνώμη μας στηρίζεται περισσότερο σ’ αυτά που δεν ξέρουμε παρά σ’ αυτά που ξέρουμε, είπε αυτοσχεδιάζοντας μια σκέψη της στιγμής.
–Έχω προσέξει ότι βάλατε κάποια κιλά τελευταία.
–Ναι, και προσπαθώ να τα χάσω, αλλά αναποτελεσματικά, γιατί πάλι σε λίγο διάστημα τα ξαναβάζω.
–Φυσικά, γιατί μόνο μία μέθοδος αδυνατίσματος είναι αποτελεσματική.
–Και ποια είναι αυτή παρακαλώ;
–Η κοινωνική ευαισθησία.
–Τι εννοείτε;
–Μα αγαπητέ μου, μόνο όταν νιώσετε τους ανθρώπους που στερούνται το φαγητό θα αισθανθείτε ντροπή και θα σταματήσετε να χλαπακιάζετε.
–Μα δεν χλαπακιάζω!
–Ε μα πως..πως…χλαπακιάζετε κύριε, σας το λέω εγώ κι ας μην το ξέρετε. Κοιτάξτε εμένα! Βλέπετε ότι διατηρούμε στυλάκι!
–Και οφείλεται στην κοινωνική σας ευαισθησία;
–Ε… η αλήθεια είναι ότι ασκούμαι και λίγο, συμπληρωματικά, ξέρετε…κολυμβητήριο, πινκ-πονκ.
–Πώς και βρίσκεστε εδώ με αυτή την κάψα; Δεν θα πάτε διακοπές;
–Μα σας είπα, πούλησα πρόσφατα το γιοτ μου και αυτό με έχει λίγο αποδιοργανώσει. Τώρα το χαίρεται η Μέρκελ! Χαλάλι της! Άλλωστε πρόσφατα συνειδητοποίησα ότι είμαι πολύ επιτυχημένος για να έχω ανάγκη τις διακοπές.
–Μα ίσα-ίσα, αφού είστε επιτυχημένος, όπως λέτε, ένας λόγος παραπάνω να πάτε διακοπές.
–Όχι, φυσικά! Εάν είσαι επιτυχημένος και ευχαριστημένος στην καθημερινότητά σου, γιατί να θέλεις να πας διακοπές; Οι διακοπές, φίλε μου, είναι έμμεση παραδοχή αποτυχημένης ζωής.
–Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι!
–Λένε πως σε λίγες ημέρες θα αρχίσει να δροσίζει!
–Αμήν και πότε!
Ο Γιώργος Μπινιχάκης, Κρητικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1963. Έφηβος έγραφε ποιήματα, λίγο αργότερα τραγούδια. Παρακολούθησε σε ωδείο τη βασική θεωρία της μουσικής και λίγα μαθήματα κλασικής κιθάρας. Σταδιακά μέσα στα χρόνια, μελέτησε σε βάθος τη μουσική, χωρίς επίσημες σπουδές. Σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης. Έχουν κυκλοφορήσει πέντε c.d. με τραγούδια του. Σήμερα εξακολουθεί να ζει στην Θεσσαλονίκη, γράφοντας κυρίως μουσική για το θέατρο και διηγήματα.