Άννα Τσαλιαγκού | Ένας Δεκέμβρης σαν καλοκαίρι

© Luigi Ghirri

 «Ο πατέρας λάτρευε το καλοκαίρι. Παλιά, θυμάμαι έλεγε πως θέλει να ζήσει κάπου που θα έχει πάντα ζέστη και πάντα φως….δεν ήθελε να νυχτώνει, δεν ήθελε να βρέχει, ήθελε να ζει κάτω από το φως του ήλιου διαρκώς… »

Εκείνη την μέρα, στις τρεις Δεκεμβρίου του 2018, το φως του ήλιου πάνω από την Αθήνα έκανε την πόλη να λαμποκοπάει.  Ήταν ένα έντονο, αλλόκοτα εκτυφλωτικό φως, που θύμιζε κατακαλόκαιρο έτσι όπως σκέπαζε τα πάντα με την δύναμη του. Ούτε υποψία σύννεφου, ούτε υποψία ψύχρας. Ένας Δεκέμβρης σαν καλοκαίρι, το έλεγαν όλοι.

 Ο Μιχάλης ήταν ο πρώτος που έμαθε τα νέα. Από την ταραχή του άφησε το δικηγορικό γραφείο ξεκλείδωτο. Στο αμάξι ξέχασε να βάλει ζώνη και τα χέρια του έτρεμαν όταν άλλαζε τις ταχύτητες. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να είχε πάρει εκείνο το αυτόματο αμάξι που τον παρακαλούσε η γυναίκα του τόσα χρόνια και εκείνος πεισματικά αρνιόταν. Πόσο εύκολο θα ήταν τώρα για εκείνον, που τα χέρια του είχαν αυτονομηθεί και δεν υπάκουαν, να πατάει απλώς το γκάζι;

Προσπάθησε να οδηγήσει και σιγά σιγά άρχισε να τα καταφέρνει. Δεν έβλεπε  βέβαια τον δρόμο μπροστά του. Έβλεπε μόνο τον εαυτό  του, που προσπέρνούσε τους πάντες φωνάζοντας συγνώμη και με συγχωρείτε και χίλια συγνώμη και χίλια με συγχωρείτε και ξεροκατάπιε, γιατί έμοιαζε με τρελό.

Το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του αυτό, να θολώνει και να βλέπει τον εαυτό του από μακριά. Λες και στις κρίσιμες στιγμές της ζωής του, το σώμα του χωριζόταν από την ψυχή του και γινόταν παρατηρητής του εαυτού του.

Ο Μιχάλης έφτασε πρώτος αλλά στην είσοδο, τα πόδια του βαριά, θεόβαρια, σαν ρούχα πνιγμένα  μέσα στο νερό, δεν προχωρούσαν προς τα μέσα. Και έμεινε εκεί να περιμένει.  

Η Ελένη έμαθε  τα νέα δεύτερη. Είπε στην προισταμένη της ότι πρέπει να φύγει χωρίς να εξηγήσει το λόγο. Η προισταμένη την κοίταξε δύσπιστα αλλά η Ελένη δεν μπήκε καν στη διαδικασία να περιμένει για να πάρει την άδεια της.

Μπήκε στο αμάξι και βρήκε σχεδόν αμέσως μποτιλιάρισμα, κάπου που δεν έπιανε ποτέ μποτιλιάρισμα. Και  αν και δεν έβριζε ποτέ, εκείνο το απόγευμα ο εκνευρισμός της ήταν τόσο μεγάλος που βλαστήμησε τους πάντες και τα πάντα.

Σκέφτηκε τον πατέρα της, που μια φορά της έβαλε πιπέρι στο στόμα, επειδή είχε μιλήσει άσχημα στον δάσκαλο της και είχε πλαντάξει στο κλάμα.

 Μάλιστα εκείνη την ώρα ,θα ορκιζόταν πως αισθάνθηκε,  μια κάψα στα χείλη.

Ο Αχιλλέας, ενημερώθηκε δύο λεπτά μετά την Ελένη . Έμενε λίγο παραδίπλα και ξεκίνησε με τα πόδια, φορώντας ακόμα τις παντόφλες του. Κάτι που πρόσεξε αρκετές ώρες αργότερα. Κατέβηκε πέντε ορόφους με τα πόδια γιατί το ασανσέρ αργούσε και στο δρόμο έτρεχε  σαν παλαβός να φτάσει. Το πεζοφάναρο που τον χώριζε από τον προορισμό του, αργούσε να ανάψει πράσινο για αυτό πέρασε με κόκκινο και ένα μηχανάκι παραλίγο να τον πατήσει, πρέπει να σώθηκε τελευταία στιγμή.  

Σκέφτηκε το πρώτο μηχανάκι που αγόρασε στα δεκαέξι και ο πατέρας του δεν τον άφησε να καβαλήσει μέχρι που έκλεισε τα δεκαοχτώ. Είχαν στήσει ένα καβγά τρομερό, εκείνος έλεγε πως δεν δούλεψε όλο το καλοκαίρι για το τίποτα και ο πατέρας του ανένδοτος δεν έκανε πίσω, έστεκε απέναντι του ανέκφραστος και αμετάκλητος στην απόφαση του, όπως άλλωστε έκανε πάντα.

Μόλις έφτασε είδε τον Μιχάλη στην είσοδο. Του φάνηκε αλλιώτικος, γερασμένος, λίγο έλειψε να μην τον αναγνωρίσει.

**

Ο καφές του νοσοκομείου ήταν πικρός και άνοστος, ακριβώς  όπως θα τον περίμενε κανείς. Ο Μιχάλης, η Ελένη και ο Αχιλλέας κάθησαν για πρώτη φορά μετά από δώδεκα χρόνια, ο ένας δίπλα στον άλλον.

Τα νέα του θανάτου του πατέρα δημιούργησαν μια παράξενη ψύχρα στην ατμόσφαιρα, σαν να τράβηξαν απότομα όλη την ζέστη και το φως. Σαν ο Δεκέμβρης αυτός να έγινε απότομα βροχερός και κρύος.

Κανείς από τους τρεις δεν έκλαψε, περπάτησαν σκυφτοί λίγο έξω από το νοσοκομείο και λίγο πριν χωριστούν κοντοστάθηκαν αμήχανα.

Χαθήκαμε…

Πράγματι. Χαθήκαμε…

Τον μπαμπά τον είδα πριν ένα μήνα.

Εμείς μιλάγαμε μόνο στο τηλέφωνο, ήταν καλά.

Δεν μιλούσα με τον μπαμπά. Σκόρπια μηνύματα μόνο. Δεν ήξερα ότι εσείς…

Σε έπαιρνε τηλέφωνο αλλά δεν το σήκωνες…

Πριν ένα μήνα που μιλήσαμε, ήταν καλά.

Δεν ήταν καλά.

Δεν ήξερα ότι…δεν είπε ότι…

Ότι ήταν άρρωστος;

Κανείς μας δεν το ήξερε.

Εγώ το ήξερα.

Έπρεπε να μας τηλεφωνήσεις.

Γιατί δεν το είπες;

Το είχα πει στον Σταύρο.

Τον Σταύρο!

Κάποιος πρέπει να ενημερώσει τον Σταύρο!

Μιλάτε;

Λίγο. Κάποιες φορές ανταλλάσουμε μηνύματα.

Ναι, κάποιες φορές…

Ήταν στην Βραζιλία.

Όχι. Ήταν στο Μεξικό.

Στην Κίνα πρέπει να ήταν.

Δεν θα προλάβει να τον αποχαιρετήσει.

Μόνος του, ολομόναχος.

Μόνος. Ναι.

Όλοι μόνοι μας δεν είμαστε;

Ο Αχιλλέας γύρισε και τους κοίταξε ξανφικά απότομα, αλλαγμένα. Τα δάκρυα του άρχισαν να λούζουν τα μάγουλα του,η φωνή του βγήκε βαριά και πικρή.

« Δεν ήρθε κανείς σας όταν μας κάλεσε στο σπίτι του. Δεν ήρθε κανεις σας. Προσπάθησε. Ήταν γέρος, ήξερε πως έκανε λάθη. Ήξερε πως υπήρξε σκληρός. Πως μας απομάκρυνε. Πως μας απομάκρυνε από εκείνον, αλλά μόνοι μας επιλέξαμε να απομακρυνθούμε και ο ένας με τον άλλον. Κάναμε όλοι λάθη, μην πείτε πως δεν κάναμε. Άγνωστοι στην ίδια πόλη, εμεις που κάποτε ξυπνούσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Δεν ήρθατε. Εκείνος προσπάθησε.  Προσπάθησε να το διορθώσει. Ένιωσα μαλάκας που πήγα, ένιωσα μαλάκας.  Αδέρφια μου ήσασταν,  θέλω να πω, αδέρφια μου είστε. Ήθελα, να σταματήσουμε τις μαλακίες, ήθελα, αλλά εγώ πήγα και εσείς όχι.  Για αυτό και ένιωσα μαλάκας. Τώρα εύχομαι να είχατε έρθει…»

**

Ο Σταύρος το έμαθε τελευταίος και δεν προλάβαινε να κάνει τίποτα.  Έμεινε απλώς κολλημένος στο ακουστικό ακούγοντας τον Αχιλλέα να του λέει τα νέα και ένας συνάδελφος  του είπε πως θα τον αντικαταστήσει  γιατί τον είδε πως ξαφνικά έχασε το χρώμα του.

 Ο Σταύρος σηκώθηκε αργά και παραπατώντας, όχι από την θαλασσοταραχή κάτω από τα πόδια του, αλλά από την είδηση, βγήκε στο κατάστρωμα και έριξε το κορμί του στα κάγκελα της κουπαστής. Ο αφρός της θάλασσας ξεθώριαζε και από λευκός σαν να διαφάνιζε τώρα. Ενώ η θάλασα, η πολυαγαπημένη του θάλασσα , τώρα τον περικύκλωνε σαν να τον είχε πλέον οριστικά προδώσει.

Άκουσε στα αυτιά του την φωνή του πατέρα του. Τότε που του είπε πως διάλεξε ένα δρόμο μοναχικό. Δεν θα είσαι ούτε στα καλωσήρθες, ούτε στα αντίο. Και είχε δίκιο.

**

Το αλλόκοτα εκτυφλωτικό φως απλώθηκε και πάλι στον ουρανό. Πήρε μακριά όλη την ψύχρα. Ένας Δεκέμβρης σαν καλοκαίρι, το έλεγαν όλοι.

 


Η Άννα Τσαλιαγκού είναι είκοσι εφτά ετών και έχει μεγαλώσει στο Λαύριο Αττικής. Ζει και εργάζεται στον Πειραιά. Είναι απόφοιτη του τμήματος Φιλοσοφίας-Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ και του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημιουργική γραφή» του ΕΑΠ και του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Έχει παρακολουθήσει σεμινάριο συγγραφής με τον Στρατή Χαβιαρά και έχει διακριθεί με το πρώτο βραβείο στον 7oυ διαγωνισμό διηγήματος bonsaistories.