Μια μέρα θα σε ξυπνήσει
η λαχτάρα σου
γιʼ αυτά που να γλιστρήσουν άφησες
μέσα απʼ τα δάχτυλά σου.
Τις αναβολές.
Τις παραιτήσεις.
Τον ορθολογισμό,
που χάλασε την οπτική σου για τον κόσμο.
Τον αυθορμητισμό σου,
που θυσίασες
στο βωμό της αποδοχής.
Τα άνθη σου,
που σκόρπισαν προτού να τα συλλέξεις.
Θα ξεχυθεί σαν σμήνος από μαύρα πουλιά
μες στην καρδιά σου
η λαχτάρα,
και τον χαμένο -τότε-
της αθωότητας παράδεισο
θα νοσταλγήσεις.
Ανάμεσα στο πριν και το μετά, που ταλαντεύεσαι,
είναι το τώρα.
Μέσα στο πλήθος των συνδιαλλαγών η μοναξιά.
Μόνος πορεύεσαι,
με τη βεβαιότητα πως μόνος
θα πεθάνεις.
Έτσι πεθαίνουμε όλοι.
Μόνοι.
Η Μαίρη Γ. Πράσατζη γεννήθηκε στη Δράμα και μεγάλωσε στην Καλή Βρύση -ο τόπος που την καθόρισε. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Πηγή έμπνευσης για εκείνη αποτελούσε πάντα ο άνθρωπος, με τις ευαισθησίες, τις αξίες και τις αδυναμίες του, και ο χρόνος με την φθορά του, που τα υπονομεύει όλα.