Γαλάζιο φίλτρο
Ο κύριος Ιλάι έρχεται συχνά στο γαλάζιο μου στενό. Πάντα τ΄απομεσήμερο, όταν όλη η πόλη μοιάζει πια με ένα παράξενο τριημιτόνιο, βγάζοντας άναρθρες κραυγές και ατμούς. Ο κύριος Ιλάι δεν γεννήθηκε εδώ. Για την ακρίβεια έφθασε σε αυτόν εδώ τον τόπο είκοσι χρόνια πριν. Ο νους του έχει γίνει πια κομμάτια και έτσι ο ίδιος άνθρωπος που απαιτούσε να τον προσφωνούν με τον τέως, στρατιωτικό του βαθμό σήμερα μετά βίας θυμάται τον δρόμο για το σπίτι. Τα ρούχα του είναι σκισμένα, τα μαλλιά του ακούρευτα μα καμιά φορά μια ενστικτώδης υπενθύμιση της συνείδησής του, τον κάνει να βαδίζει στητός, σχεδόν σαν αποφασισμένος ή σαν κάποιος που διαθέτει ξεκάθαρους στόχους. Ο κύριος Ιλάι ήρθε εδώ από το Leningrad το 1969 με την γυναίκα του και τις δυο του κόρες. Το σπίτι τους, νοικιασμένο λίγο έξω από την πόλη γρήγορα μεταβλήθηκε σε μια μικρή κιβωτό. Άνθη, αστέρια, ξύλινες σεζλόνγκ και ζωντανό, καταπράσινο γρασίδι.
Κάθε μέρα ο κύριος Ιλάι εργαζόταν στον τομέα της ανακύκλωσης. Έφευγε το πρωί κάπως δυστυχισμένος και μόνος, μα όταν κοιτούσε πίσω του έβλεπε τα τρία του κορίτσια να γνέφουν το καλό κατευόδιο και το «σ΄αγαπώ πατέρα.» Μάταια όλα ετούτα θα μου πείτε, μα ο κύριος Ιλάι έχει μάθει να αγαπά πολύ τους ανθρώπους. Έτσι αρκεί μόνο να συλλογιστεί στην στάση του υπεραστικού λεωφορείου την αιτία αυτού εδώ του αγώνα που συνεχίζεται και συνεχίζεται για να οπλιστεί με την σιγουριά πως έτσι οφείλει να πράξει κάποιος που νοιάζεται.
Ο κύριος Ιλάι είχε ένα φριχτό ατύχημα. Η μηχανή του μάσησε το χέρι και όταν το έφτυσε ήταν πια μια σκιά του εαυτού του. Με την γενναία αποζημίωση που έλαβε έφτιαξε κάπως το σπιτάκι τους και μάλιστα αγόρασε και ένα μεταχειρισμένο, αμερικάνικο αυτοκίνητο που ποτέ δεν συνήθισε. Όμως το πιοτό, το πιοτό κύριε Ιλάι κάνει κακό σε βασανισμένες ψυχές, όπως εσείς. Η μνήμη του θόλωσε, ο Ιλάι μεταβλήθηκε σε ένα απαιτητικό σχολιαρόπαιδο, γεμάτο άτακτες σκέψεις που χανόταν στα γύρω στενά, βυθίζοντας στον φόβο και την απόγνωση τα κορίτσια του. Ήρθαν μάλιστα μια φορά και εδώ, στο γαλάζιο μου στενό και μου ζήτησαν, αν ποτέ φανεί να τον συνοδεύσω ως την διεύθυνση του σπιτιού του. Μου άφησαν ένα χαρτί στο χέρι και ανακουφισμένα τα κορίτσια του έγιναν ξανά τα χελιδόνια της πόλης.
Σήμερα κρατά την μεγάλη του στολή. Φαντάζεται πως πρόκειται να παρελάσει, μαζί με τους στρατηγούς και τους ταξίαρχους, δίνοντας αυτός, ολομόναχος τα παραγγέλματα. Η στολή είναι ξεβαμμένη και έτσι ο κύριος Ιλάι θυμίζει Αργεντινούς στρατηγούς ή ένα καθεστώς που έχει πια λήξει και φέρνει με την παλίρροια τις παλιές, σκληρές μορφές του. Ο κύριος Ιλάι έχει απόψε όρεξη για συζήτηση. Διαθέτει μια υποψία πίκρας που μαρτυρά πως διαθέτει ακόμη μια κάποια συνείδηση του ταραγμένου κόσμου του. Είναι Κυριακή, μια ώρα μεγάλης θλίψης.
«Όταν τελειώσει η παρέλαση, θα πάμε όλοι μαζί, συντροφιά με τις γυναίκες μας στο καφενείο. Ο κύριος στρατάρχης θα βγάλει τον πανηγυρικό του λόγο, ως είθισται. Και ύστερα ο κόσμος θα χορέψει και θα φλερτάρει και θα πεθάνει από την παγωνιά και από την πικρή δόξα που σε πνίγει μες στα αλλοτινά σπίτια. Ορισμένοι θα συλληφθούν επειδή πιάστηκαν λέει πριν από μέρες να επιστρέφουν στο σπίτι κρατώντας το ψωμί, τραγουδώντας παράνομους σκοπούς για βασιλοπούλες και πριγκιπικούς έρωτες. Όλοι θα λένε να κάποιος που στάθηκε στο πλάι της πατρίδας και των συνανθρώπων του. ΄Ολοι θα λένε ένας σκονισμένος στρατηγός ή απλά το φαιοπράσινο αστείο της ιστορίας. Τα παράσημά μου τα βάζω σε ένα ξύλινο κουτί. Τα γυαλίζω με επιμέλεια και τα κοιμίζω στην αγκαλιά μου. Έπειτα γυρεύω την γυναίκα μου που πλέκει στο βάθος του δωματίου. Και της ζητώ τότε να κάνουμε έρωτα, επιτακτικά, σαν να πρόκειται για μια διμοιρία έτοιμη να εκτελέσει τας εντολάς. Εκείνη συναινεί μέσα από τα σκοτάδια της και ευθύς ανοίγονται εμπρός μου τοπία και δάση από την χώρα των βροχών. Φορά μια κατακόκκινη ρόμπα και εγώ νιώθω πως ζω μαζί με την παλιά Ρωσία που τόσο αγάπησα. Είναι νεκρή μα ελάχιστη σημασία έχει πια κάτι τέτοιο. Βγαίνω στον κήπο, μεθάω και κλαίω, κάνω κομμάτια στολές, θάβω παράσημα και διακριτικά, με αφοπλίζω κρύβοντας το περίστροφό μου κάτω από μια περήφανη αμυγδαλιά. Κλαίω ως το πρωί και από το σακατεμένο μου χέρι ξυπνούν άνθη και έρχονται να ξεδιψάσουν τα πουλιά που νόμιζα χαμένα μες στην επετηρίδα των αιώνων. Τα γνωρίζω από το τραγούδι τους που έχουν για φόντο επαναστάσεις και αίματα και αυστηρούς σχηματισμούς. Αν δεν έρθει γρήγορα η άνοιξη μπορεί και να πεθάνω», είπε ο κύριος Ιλάι και χάθηκε με μια πραξικοπηματικού χαρακτήρα αποχώρηση που ταιριάζει γάντι σε όσους ακόμη κατοικούν σφραγισμένους κόσμους.
Από την μικρή φέτα της πόλης που αφήνει να φανεί το γαλάζιο μου στενό, το Leningrad ανασαίνει καθώς πάντα, με τα έλη και τους στρατιώτες του και την σθεναρή αντίσταση στις σελίδες της ιστορίας. Θυμίζει μια πόλη φασματική, βγαλμένη από τα κατάστιχα της ιστορίας. Εκεί ο Ιλάι δεν θα ξεχνούσε ποτέ την διεύθυνση του σπιτιού. Θα βάδιζε και κάθε τόσο θα έσφιγγε ένα χέρι και ο νέος σοσιαλισμός του θα ήταν το πιο βέβαιο, το πιο λαμπρό άστρο.
Ο κύριος Ιλάι δεν συλλογιέται τίποτε από αυτά. Πιστεύει στο μέλλον και την αξία της στολής του που μπορεί να πιάσει ως και εκατό δολάρια στους δρόμους πέριξ του κινηματογράφου Μόσχα με τα χαρακτηριστικά κορίτσια του να χαμογελούν ηδονικά μέσα από τα βάθη των γκισέδων . Ονειρεύονται πως μια μέρα παντρεύονται, λέει από έρωτα και ζουν, σχεδόν πεθαίνουν από ευτυχία μες στις αναμνήσεις. Ο κύριος Ιλάι χάνεται μες στους δρόμους του φανταστικού του Leningrad, έχοντας κερδίσει οριστικά το παιχνίδι κόντρα στο θηρίο της ελπίδας.
Απόστολος Θηβαίος