Αμερικάνικα Παραμύθια
Με αβέβαιο τέλος
Ο κύριος J έστρωσε μια τυχαία μπροσούρα στο παγκάκι. Έφαγε το κολατσιό του κοιτάζοντας εκείνη την φέτα της πόλης που φαίνεται από το γαλάζιο μου στενό. Ξεπροβάλλει ανάμεσα στην λεωφόρο και το εγκαταλελειμμένο μέγαρο που έκανε στίχο κάποιος ποιητής, ίσως τον θυμάστε, ίσως έχετε μια στάλα φαντασία ακόμη. Ονειρεύτηκε για λίγο, μα έπειτα κοίταξε το ρολόι του, τακτοποίησε την γραβάτα του, πήρε μια βαθιά ανάσα και χάθηκε ξανά στην πόλη. Η μπροσούρα έδειχνε ένα μεγάλο επιβατηγό πλοίο, με αναμμένα φινιστρίνια και ένα άστρο στην πλώρη. Όλο το υπόλοιπο ήταν βαμμένο ένα φωτεινό, υγιές λευκό χρώμα που σου έδινε προς στιγμή την ελπίδα πως θα μπορούσες και εσύ κάποτε να ταξιδέψεις με ένα τέτοιο. Για πού και με ποιον άραγε; Η πόλη είναι γεμάτη από πιθανούς συνοδοιπόρους και όμως είναι φορές που νιώθω τόσο μόνος μες στο γαλάζιο μου στενό.
Ο κύριος J έχει τελειώσει την εργασία του. Ζεσταίνει το αυτοκίνητό του και παίρνει την τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Φαίνεται πως έτσι τακτοποιεί τις σκέψεις του. Και αλήθεια μοιάζει να το ευχαριστιέται όση η ώρα η Mustang του βρυχάται, μπερδεύεται ώσπου να ανεβάσει τελικά τις στροφές της με αυτοπεποίθηση. Ο κύριος J φορά την ζώνη του, ελέγχει την θέση του, η τσάντα, η τσάντα, πού πήγε; Κάθε φορά τα ίδια, η τσάντα που κρύβεται σαν μικρό παιδί. Όχι, δεν είναι ώρα για τέτοιες σκέψεις, η ζωή φέρνει μαρτύρια μα έχει και καλές στιγμές, έτσι δεν είναι;
Σκέφτομαι πως ο κύριος J λέει για πρώτη φορά απόψε πως όχι, δεν είναι έτσι. Οδηγεί γρήγορα την Mustang του ως το λιμάνι. Βρίσκει τον πιο μακρινό προορισμό, τακτοποιεί το όχημά του και αποκοιμιέται όσο διαρκεί το ταξίδι του.
Ο Jonathan J ζει στην κοιλιά του κήτους εδώ και μήνες. Εκεί μέσα έχει φτιάξει μια κάποια ζωή. Βρίσκει χρόνο για να γράφει τις σκέψεις του, μα όλα πάνε στράφι όταν το κήτος αποφασίζει να αναδυθεί καταπίνοντας ολόκληρες θάλασσες. Τότε ο Jonathan J χάνει όλα όσα κατάφερε ετούτους τους μήνες, οι σκέψεις του κολυμπούν, άλλες βυθίζονται. Προφανώς οι πιο σοβαρές από αυτές. Και εκείνος μαζί ταξιδεύει μες στην κοιλιά του κήτους, πέφτει, σκαλώνει, τρομάζει, δραπετεύει, πνίγεται, σώζεται, πεθαίνει, ζωντανεύει, πηδά σαν ακροβάτης, σοβαρεύει, λυπάται. Κάποτε το κήτος χορταίνει το παιχνίδι, τινάζει ακόμη μια φορά τα πτερύγιά του και με έναν κρότο ισοδύναμο της γέννησης μιας νέας ηπείρου βυθίζεται στα σκοτάδια. Όχι, όχι δεν σας μιλώ για στίχους του Berthold Brecht μα για την ιστορία του Jonathan J που τούτη την ώρα χαροπαλεύει μες στην κοιλιά του κήτους, γράφοντας, ξεδιαλέγοντας ολόκληρους τόμους από ζωές που δεν έζησε ποτέ, ρακένδυτος, ένα κάτισχνο θαύμα με ολόλευκα μαλλιά που χορεύουν μεσοπέλαγα, με καλοκαίρια και αδειανές αμμουδιές και περιστύλια της νύχτας που γεννιέστε από το τίποτε. Φυλάτε εκείνον τον άμοιρο τον Jonathan J που θαρρούσε πως η ζωή μες στην κοιλιά του κήτους θα ήταν, λέει, μια εύκολη υπόθεση, εντελώς ακίνδυνη, κάτι σαν τις αδειανές πουκαμίσες των φιδιών του παρελθόντος. Ο Jonathan J συλλογιέται πώς τάχα θα κατορθώσει να ζήσει αν το τεράστιο κήτος κάποτε πεθάνει σε αυτά τα ζωντανά σκοτάδια που διαθέτουν μια ηλικία ισοδύναμη του θεού.
Κάποιος τον χαιρετά από το διπλανό αυτοκίνητο. Το ολοκαίνουριο λιμάνι δεν έχει φώτα. Όταν περνούν τα καλοκαίρια πολλά είναι εκείνα που αλλάζουν στα νησιά. Ο κύριος J δεν γνωρίζει πού βρίσκεται. Στα χέρια του κρατά κάτι χαρτιά. Φαντάζουν παρτιτούρες μα ο κύριος J δεν κατέχει τίποτε από μουσική. Μόνον το πνεύμα αυτού του κόσμου κάποτε φαντάστηκε, απόλυτο και νυσταλέο, ένα βλέμμα επιτύμβιο, μια Αμαζόνα που πεθαίνει.
Ωστόσο, για τους τύπους η ιστορία οφείλει να πει πως στην πραγματικότητα ο κύριος J έφυγε με τα λάστιχά του να στριγγλίζουν και την Mustang μια επικίνδυνη μηχανή τριακοσίων και βάλε ίππων να χιμάει, ναι, να χιμάει στις λεωφόρους. Όσο για την μπροσούρα, ανήκει πια και αυτή στην περιουσία της πόλης. Έγινε ο υδράργυρος – άλλοι το είπαν χίμαιρα- που ξεγλιστρά από κάποια ιδέα του Chagall. Όλα τα υπόλοιπα τα επινόησε η μοναξιά του γαλάζιου μου στενού.
Απόστολος Θηβαίος