© László Moholy-Nagy
Πείτε μου, τι έγιναν τόσα πράγματα. Τόσες μυρωδιές, αισθήσεις, θυμοί, δειλιάσματα και υπεκφυγές, γνωρίζετε τι να ‘γιναν; Μέχρι χθες, είχα στην τσέπη μου μερικές, όμως από σήμερα το πρωί, όλα είναι ένα βουνό πνιγμένο μες στην σιωπή.
Και η μυρωδιά του νεκρού χάθηκε και εκείνη, που ξεφλούδιζε μέρες τώρα μαζί με τον τοίχο και τα σημάδια του. Σήμερα το πρωί, -ναι, όλα σήμερα το πρωί συνέβησαν – όταν ζήτησα λίγη από την χάρη του φυλαχτού μου, αυτό έχασκε άδειο από σημασίες. Το όνομά του είχε πια πνιγεί μες στα άστρα και μες στον κόσμο ξυπνούσε τώρα η πιο άσκοπη φιλολογία.
Οι απουσίες είναι όλα αυτά τα πράγματα, κύριε, ξέρετε οι απουσίες είναι όλα αυτά τα πράγματα, κάτι κλειδωμένα ντουλάπια, ένας χαμένος Αργοναύτης, μια άδεια θέση, η φτηνή μαντόνα στο προσευχητάρι, κάτι αιώνιες λεπτομέρειες, η τάξη καθώς λένε των άφθαρτων. Δεν υπάρχουν κοσμικές φροντίδες που μπορεί κανείς να επινοήσει, λυπάμαι κύριε.
Έρχεται μια στιγμή που κάθε νεκρός πρέπει πια να φύγει. Τότε φορεί στο κεφάλι του όλες τις μάταιες ελπίδες του, αγναντεύει το κυανό πεδίο και αφήνεται στα φθινόπωρα, ώσπου να γίνει άπειρο. Μετά από χρόνια θα μεταμορφωθεί στο φευγαλέο σου χαμόγελο.
Μα τότε η στήλη αυτή δεν θα έχει πια καμία αξία και το γαλάζιο μου στενό θα το κατοικούν και πάλι, οι ίδιοι πρόσκαιροι, τρεμάμενοι άνθρωποι.
Απόστολος Θηβαίος