Τζούλια Γκανάσου | Γόνιμες μέρες

Γράφει ο Αντώνης Τσόκος

 

«Φαντάζομαι τον γιο μου να κοιτάζει το μπιφτέκι του λαίμαργα: φαντασιώνομαι το παχουλό πρόσωπό του να γίνεται ένα με το προγούλι λαχταρώντας την πρώτη μπουκιά.
Φαντάζομαι την κόρη μου να κοιτάζει το πάτωμα: φαντασιώνομαι το μακρόστενο προφίλ της να υποκύπτει στη δύναμη που αποτρέπει το προτεταμένο πιγούνι να φλερτάρει με την ανεμελιά.
Φαντάζομαι τη γυναίκα μου να κοιτάζει εμένα: φαντασιώνομαι τη μορφή της να συνοφρυώνεται ώσπου τα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά που βρίσκονται τόσο κοντά, να γίνονται ένα, να σκύβουν και να με φιλάνε ασταμάτητα.
Φαντάζομαι εσάς να κοιτάτε εδώ: φαντασιώνομαι την όψη σας την ώρα που βλέπετε έναν ασθενή και μια ταλαιπωρημένη γυναίκα να φιλιούνται με πάθος.» {σελ.36-37}

Υπάρχουν πολλές μορφές όρασης, μία απ’ αυτές είναι η ανάμνηση. Ο ήρωας στη νουβέλα της Τζούλιας Γκανάσου, «Γόνιμες μέρες», αντικαθιστά κάθε αίσθηση φωτός με την ανάμνηση και τη φαντασία. Καθηλωμένος στο κρεβάτι του νοσοκομείου, φιμωμένος από  την ίδια του σάρκα αναζητά τρόπους διαφυγής. O φακός της μνήμης εστιάζει  στην παιδική ηλικία, σε απορίες που δεν έλυσε η ενήλικη ζωή. Αγγίζει μια εποχή που o ένας ήθελε να μπει στα μάτια του άλλου.

«Μπαμπά, να φτιάξουμε μια μηχανή που να με κάνει να μπαίνω τα μάτια σου;» {σελ.23}

Η παράληψη κάθε σκαλοπατιού που οδηγεί στην πνευματική ή σωματική ολοκλήρωση δημιουργεί κενά που σπάνια καλύπτονται. Η γνώση αντικαθίσταται από την πληροφορία κι η αγάπη από τη συνήθεια.

Ο σιωπηλός εγκλωβισμός του άνδρα στο σώμα του, που επισημοποιείται με  τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, κρατά για χρόνια. Η έλλειψη διεξόδου τον οδηγεί σε πράξεις παράταιρες με τον χαρακτήρα του. Ο  πατέρας, ο σύζυγος, ο παππούς, ο αδελφός επιλέγει έναν ρόλο οπού η αποτυχία ίσως να τον οδηγήσει στη λύτρωση.

«Ανατρέχω στην ανάμνηση που με παρηγορεί περισσότερο. Ξαπλώνω ανάμεσα στις θερμές καμπύλες οντότητες, κουρνιάζω επάνω τους και το σώμα βιώνει μια πρωτόγνωρη γλύκα. «Μη φοβάσαι», μοιάζουν να λένε «μη νοιάζεσαι, όλα θα γίνουν». Όμως, δεν έγιναν. Δεν τα πήγα καλά στο καινούργιο σχολείο, δεν παντρεύτηκα τη γυναίκα που ερωτεύθηκα, δεν έγινα αυτό που ονειρεύτηκα… Πού είσαι μητέρα;» {Σελ.66}

Η Τζούλια Γκανάσου αφηγείται με τρόπο καθηλωτικό. Εισχωρεί κάτω από το δέρμα των ηρώων και του αναγνώστη. Διανύει τη διαδρομή από την κοιλιά της μητέρας ως τα σπλάχνα της γης. Από τα πρόθυρα της ζωής ως τα πρόθυρα θανάτου, του ακαριαίου αλλά και του καθημερινού θανάτου. Διαχωρίζει την πραγματική από τη μηχανική αγάπη. Την αγάπη που αν εφαρμοστεί με λάθος τρόπο μετατρέπεται σε ατομική βόμβα. Μιλά για την πίστη που επιστρέφει όταν η παντοδυναμία του ανθρώπου χάνεται. Όταν ο ίσκιος του Θεού και του θανάτου εφάπτονται.

Η Τζούλια Γκανάσου αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης Ελληνικής πεζογραφίας. Ο πρόσφατα εκδοθείσα της νουβέλα με τίτλο, «Γόνιμες Μέρες», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Γκοβόστη αξίζει να διαβαστεί από κάθε αναγνώστη.