[…και η πόλη
Μοιάζει γενικώς
Τάφος οικογενειακός…]
Κ. Λαχάς
«Τυμβωρύχος»
[…Στα περιβόλια κρύβονταν πάντα τα πιο παράξενα όντα. Πλάσματα του παραμυθιού, υγρασίες, πράγματα φανταστικά, σκιές που ποτέ δεν προλαβαίνεις να ξεχωρίσεις. Αιώνια θα είναι η δόξα και η δροσιά τους…]
Ο Φλωρεντινός di Cosimo, γνωστός και ως «Bronzini», λόγω του μελαχρινού του δέρματος, που γαλούχησε το πνεύμα ολόκληρης της Αναγέννησης, μας άφησε έναν πίνακα ανάμεσα στις θαυμάσιες αλληγορίες του. Ο πίνακας ήταν παραγγελία του Κόσιμο του Α΄, απόγονου των θρυλικών Medici που ακόμη κυβερνούν την θαυμάσια πολιτεία. Βλέπεις τα σύμβολά του τα βρίσκουμε εμπρός μας.
Την Αφροδίτη μες στους καθρέφτες των σπιτιών, – τι δύσκολα τα τελευταία, τα πλαστικά της χρόνια-, τον έρωτα άρρωστο παντού να σέρνεται, κραδαίνοντας το φιλί του σαν λεπίδα μες στα ξεκλείδωτα δωμάτια, τον χρόνο με μια λαμπρή ουδετερότητα παντού πάνω σε σκρίνια και ρυτίδες. Την ανοησία, τέλος να φωλιάζει στις γωνιές εκεί έξω, να κάνει την διαφορά, φυσώντας τον αγέρα του θανάτου στην τελειωμένη πολιτεία.
Από έναν άλλον δρόμο έρχονται εικόνες του Cornell γεμάτες από την ποίηση και την γλώσσα κάθε καιρού. Το χρώμα τους είναι εκείνο του γαλάζιου μου στενού. Μια αδέσποτη φαντασία, τότε και τώρα, τα άλογα του Gaugin που καλπάζουν έξω από εδώ, γυρεύοντας μια θέση στην κιβωτό του Αργύρη Χιόνη. Κάηκε και εκείνος πριν από χρόνια αυτόφωτος καθώς ήταν, πλανήτης μαγικός.
Και είναι πάλι εκείνος ο ρόδινος χαρακτήρας που δεν θυμάμαι να πήρε ποτέ ο ουρανός μας. Μόνο στα έργα του Tiepolo μπορεί να βρει κανείς τέτοιο κόκκινο, κακό φεγγάρι. Και ίσως στα ολιγόλεπτα φιλμ του Robert Cornell που φιλτράρουν τον κάλπικο κόσμο.
Η Christa Wolf ισχυρίστηκε κάποτε πως τον ουρανό τον μοιράζουν πρώτο. Όμως στην περίπτωση μιας πολιτείας που πεθαίνει κάθε μέρα δίχως ελπίδα ανάνηψης κανείς δεν λογαριάζει την μελαγχολία μιας τέτοιας δήλωσης, κανείς δεν υπολογίζει τίποτε, μόνο πλανάται με ένα καλοκαιρινό πουκαμισάκι του στο χείλος της αβύσσου , μετρώντας όσα έχασε. Για εκείνον ο ουρανός είναι μια τελειωμένη κατάσταση και απόψε πίνει μετέωρος πάνω στις στάχτες μιας ταβέρνας που αιωρούνται σαν πεταλούδες, μες στην αλλοτινή, ποιητική κοιλάδα τους.
Από κάθε δρόμο φθάνουν φωνές κάλπικες και μόνον οι αγκαλιές των φαντασμάτων από το μάτι ενός παλιού κυκλώνα φοβούνται κάθε νύχτα τις προφητείες που εσύ απαρνιέσαι.
Στάθι και οίκτιρον, ψιθυρίζουν πάνω από τα πελάγη, για τις πράξεις σου που εκτείνονται από την καλοσύνη ως την ύβρη. Τίποτε άλλο δεν ακούγεται, καμιά ομορφιά ονειρώδης δεν απομένει. Στάθι και οικτίρον, για την καλή θέληση αυτού του κόσμου που συνάντησε την τρομερή σου αστάθεια.
Αυτά έγραφε στην αλληγορία του κάποιος ανώνυμος. Τώρα τον θάψανε του καιρού, όμως κάπου κάπου, βγάζει μια κραυγή, πληγώνοντας με ένα περίστροφο την κουλτούρα τούτης της εποχής που λέγεται μέλλον και φαίνεται πως για πάντα θα κρατήσει.
Απόστολος Θηβαίος