Αναστάσης Πισσούριος | Ηχεία

© Lee Friedlander

Συνήθως, ξυπνάει κατά τις οχτώ το πρωί. Δεν χρειάζεται ξυπνητήρι. Παρόλα αυτά, το έχει πάντα ενεργοποιημένο στα δέκα λεπτά αργότερα σε περίπτωση που αποκοιμηθεί. Το παράθυρο του υπνοδωματίου παραμένει ανοιχτό καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να κοιμηθεί έστω κάποιες ώρες. Αν είναι τυχερός και δεν έχει επισκέψεις το βράδυ μπορεί να το πάρει μέχρι τις οχτώ χωρίς διακοπή. Αυτό όμως δεν έχει συμβεί ποτέ. Κατά τη διάρκεια της νύχτας ξεκινάει – αν και δεν νοιάζεται για τον ίδιο – μια κρανιοπομπή υπνηλίας. Δεν ακούει παρά σειρήνες πολέμου σε μια ειρηνική φιέστα για τα εκατόν χρόνια χωρίς πολεμική σύρραξη. Πλησιάζοντάς τον αντιλαμβάνεται κανείς την επιμονή των πολεμικών σειρήνων. Είναι κρεμασμένες εκκρεμή από τους ώμους και πέφτουν μπροστά στο στήθος του. Η κλίση του σώματος είναι αρκετή για να επιβαρύνεται το σβέρκο. Οι σειρήνες ηχούν ασταμάτητα με μια συχνότητα ήχου απλωμένη στις εσωτερικές εσοχές των κρανίων-ηχείων. Η υπνηλία γίνεται ανυπόφορη· αιχμάλωτος πολέμου κοιτάει το ταβάνι και χωρίς να το καταλάβει κλείνει τα μάτια. Ξυπνάει έντρομος νιώθοντας δύο νυχτερίδες να χτυπούν γύρω από τη σβηστή λάμπα. Ακούγεται ο ήχος της μεμβράνης των ενωμένων δαχτύλων τους. Κάποτε ήταν χώρος ασφαλείας γι’ αυτές, τώρα όχι πια. Τώρα μαζεύονται σχεδόν κάθε βράδυ γύρω από τη λάμπα. Εντοπίζουν εκεί την τροφή τους αφού εκπέμπουν ήχους σύντομης διάρκειας άλλα πολύ μεγάλης έντασης. Αφομοιώνουν την ηχώ από τους δικούς τους ήχους οι οποίοι ανακλώνται στα αντικείμενα γύρω τους. Ακολουθούν έτσι τις αντανακλώμενες πολεμικές σειρήνες τις οποίες όμως κουβαλά ο αιχμάλωτος πολέμου αντί οι νυχτερίδες. Ένα φάσμα ήχου επίμονο και στεγνό τεντώνει σχοινί τόσο όσο για να κρεμάζονται από πάνω τα ιδρωμένα πέπλα. Οι επισκέπτες απομακρύνονται μόλις ανοίγει το φως. Μόλις ανοίγει το φως πέφτουνε από τον τοίχο οι μνήμες καρφωμένες φωτογραφίες στο ύψος του ώμου. Μια φωτογραφία, η πιο υγρή, έξω από το διοικητήριο κάνει τον αιχμάλωτο σίγουρο για την προδοσία. Προδομένος αγωνίζεται να μην ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα, να προσφέρει τον πόνο σαν τιμωρία επειδή δεν εντόπισε τη νάρκη η οποία ήταν κρυμμένη γι’ αυτόν. Κλείνει το φως μ’ αφυδατωμένες κόρες κρεμασμένες στα βλέφαρα. Κοιτάει το ταβάνι· φαίνεται σκοτάδι, μέσα ξανά οι επισκέπτες να χτυπάνε με τις μεμβράνες των δαχτύλων τη ζεστή τώρα λάμπα. Προσπαθεί να κρύψει έντονα τα ηχεία μέσα στο σώμα του. Οι σειρήνες συνεχίζουν να εκλιπαρούν για αίμα και παράλληλα ο αιχμάλωτος κρύβει στους ενετικούς του θώρακες τα ηχεία που σείονται στην παγωμένη του πλέον καρδιά.

***


Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή Στην Αιχμή του Πάθους του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawiαπό τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το βιβλίο Μαθθαίννω Κυπριακά από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και διηγήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.