Pseudo-Blues
[prose song “written on a toilet roll”]
Στο μπαρ – στέκι παλιό
Από την εποχή που κάναμε
Τα κοκόρια στην πλατεία
Πάνω σε πατίνια – δεν
Είχε κόσμο• μόνο
Οι γνωστοί φερτάκηδες και κάνα δυο
Μισότρελα βαπόρια
Κουβαλητές των ψευδαισθήσεων και ίσως
Τού αργού θανάτου• α ναι
Κι απέναντί μου με τα μακριά μαλλιά της
Φίλη παλιά και κάποτε
Δυο τσαφ πριν το κρεβάτωμα
Να κλαψουρίζει τώρα
Ότι δεν την πηδάει πια ο δικός της
– Πέρασαν μήνες -είπε-
Από την τελευταία φορά που μπήκε μέσα μου•
Εντωμεταξύ
Το χέρι της στον ώμο
Και δάκρυα στο σιγανό ποτάμι κροκοδείλια• για
Μια στιγμή
Πολλά ποτά η έξαψη τής ώρας
Και κάτι μπλουζ που αν ήθελα
Θα μ’ έσερναν
Από τ’ αφτί ως το τρελάδικο
Σκέφτηκα να την κάνω τη στραβή• μετά
Θυμήθηκα – τί γαμημένη κωλομηχανή
Σού είναι η μνήμη –
Ότι με είχε παρατήσει κάποτε
Μες στα καλά καθούμενα μιας νύχτας
Λίγο πριν δέσει το γλυκό και πηδηχτούμε
Για να στεφανωθεί αργότερα
Τον πιο χοντροκομμένο
-Καθηγητής βλέπετε στα λύκεια
Με διορισμό από γλείψιμο-
Κυρ-τάδε σαρδόνιο σαρκαστή και αλεξανδροκόλακα
Τον σαν τον ιπποπόταμο που νίβεται
Στα Γάργαρα Άκρα τού Γαλάζιου Νείλου• την
Άφησα να φύγει
Με φίλησε στο μάγουλο
Έξω έπεφτε ψιλή βροχή και
Αγέρωχη ήταν ενώ περπατούσε• πόσοι άραγε
Θα νίκησαν τέτοιο πειρασμό στην ερημιά
Και πόσοι έφαγαν ήττα μεγάλη• νομίζω όμως
Ότι τότε μ’ έπιασαν κότσο οι τύψεις• αυτά βέβαια
Τα γράφω σήμερα
Κρυμμένος πίσω από αναμνήσεις και ψευδώνυμα
Ενώ μαθαίνω ότι πηδιέται μια στο τόσο
Πότε με έναν ψεύτη στρεψοδίκη
Και πότε με κάποιον οδηγό-υπάλληλο τού δήμου
Πιο φουσκωμένο κι από τύμπανο
Σε πανηγύρι ορχήστρας• μάλλον
Γυρεύοντας έτσι να ξανακερδίσει
Με τρία παιδιά στη μέση ηλικία
Όλους τους αδικοχαμένους οργασμούς
Τής νιότης της•