Απόψε κάποιος παράτησε ένα μικρό, ξύλινο τραπέζι, απ΄εκείνα τα ανοιγόμενα στην άκρη του στενού μου. Το άφησε ευλαβικά, σαν να μην ήθελε να το εγκαταλείψει και μια δύναμη ανώτερη επενέβαινε και ρύθμιζε την μοίρα. Αυτά τα τραπέζια ονομάζονται pliant και εξυπηρετούν τόσο πολύ όσους τα καλοκαίρια εργάζονται στους κήπους και τις αυλές. Αυτοί, οι προνομιούχοι διαθέτουν όλο τον χρόνο που απαιτείται για να εντρυφήσουν στις ζωγραφικές μεθόδους. Σε λίγο καιρό να δεις με τι επιδεξιότητα αναγνωρίζουν όλα τα ευρωπαϊκά ρεύματα, σκαρώνοντας στο τραπεζάκι τους γρήγορες αναπαραγωγές σε στυλ tronies.
Τι κρίμα που έτσι άδοξο στάθηκε το τέλος αυτού του τραπεζιού. Τι και αν πάνω εδώ κάποιος έγραψε μια επιστολή γεμάτη έρωτα και απελπισία, τι και αν η μητέρα έπινε εδώ τον καφέ της τα μακριά, αναποφάσιστα απογεύματα. Τίποτε δεν το έσωσε το μικρό το τραπέζι και σε λίγο θα το καταπιεί η πόλη. Κάτι λαθρεπιβάτες της νύχτας θα φανούν από την στροφή, θα το κοιτάξουν, θα το φορτώσουν στην καρότσα και θα χαθούν με το αμάξι τους που δεν έχει ταβάνι και αγκομαχά μαζί με την Αθήνα της 3ης χιλιετίας. Τι και αν πάνω εδώ κάποιος έφτιαξε τον Αύγουστο, σπέρνοντας καλοκαίρια μες στον παγωμένο, ευρωπαϊκό βορά. Το τραπέζι έχει μια μοίρα προκαθορισμένη πια και μαζί με τις αναμνήσεις του πρόκειται να χαθεί.
Μα ως τότε μπορώ να τον βλέπω πρωί με τον καφέ του να διορθώνει την στολή του μοντέλου. Μολύβια και παστέλ και ταλαιπωρημένα σωληνάρια στις εξοχές του Αμαρουσίου για τον Γιάννη Τσαρούχη που λαθραία κατοίκησε τούτο τον αιώνα μαχόμενος τον άκρατο επαρχιωτισμό των Αθηνών. Τον βλέπω να αναδεύει από το παιδικό ερμάρι της μνήμης, τον Πειραιά, την Αρετούσα, τους βραδινούς οπλίτες μες στην κάμαρη, όλο ντροπή εμπρός στον έρωτα με ένα τύμπανο επιχώριο να χτυπά στ΄ανάμεσά τους. Βλέπω μαζί του τριγύρω μήνες και αρχαία παλικάρια που γνώρισαν από κοντά την φοβερή την Μήδεια με την κυκλωτική καρδιά της.
Και εκείνος που ζωγραφίζει επάνω σε ένα τραπέζι pliant όλο χάρη και ένας άνεμος τον φυσά, αέρας φιλοσοφικός. Γύρω του παντού τα συντρίμμια της νεοελληνικής πνευματικότητας, που πετούν και πάνε. Άμα στερέψουν τα λόγια τίποτε άλλο δεν έχουμε έξω από την μουσική και τον χορό του ανθρώπου. Τέτοια τα λόγια που άκουσε εντός του και έδωσε στις ζωγραφιές του λίγο από την αληθινή ζωή. Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται είπε ο θείος Όμηρος για να είναι αιώνια η δόξα. Τα ρεύματα που περνούν από το πλάι του και χάνονται και όλο γυρίζουν με άλλες φωνές δεν τον ταράζουν. Γιατί είναι απλός ο κόσμος και ειρηνικός και ο Πειραιάς μια φαντασμαγορία ενός κάποιου καιρού. Γιατί είναι απλός και στέρεος ο δεσμός που ολοκληρώνεται με τις καπνισμένες τις εικόνες μες στο παλιό το εικονοστάσι του σπιτιού. Είναι ο τρόπος του Θεόφιλου που καθορίζει την ψυχή του και το χέρι, ένα είδος ρωμαίικου μπαρόκ γνώριμου στην αίσθηση και την ατμόσφαιρα. Χάρτινα θωράκια και ψεύτικα σπαθιά φορούν οι ήρωές του που κρατούν αβίαστα από τους αρχαίους χαρακτήρες και με τον τρόπο τους σε εκείνους γνέφουν. Υπάρχει η θρησκεία του ζωντανού και του αιώνιου πάθους που είναι ο σκοπός της τέχνης και απόψε γλιστρά σαν τον υδράργυρο και χάνεται μαζί του.
Ίσως επειδή ο Γιάννης Τσαρούχης πουθενά αλλού δεν βρήκε έξω από αυτό το pliant ελληνικό τραπεζάκι το είδος της ζωής που οφείλει να υπηρετεί η τέχνη. Για αυτό τον λόγο στις σημειώσεις του που διέσωσε το εξαιρετικό Ιωάννης Τσαρούχης υπό Αλεξίου Σαββάκη διατυπώνεται πέρα από μια εκτίμηση του ίδιου του δημιουργού, ένα είδος παράλληλης μα επιφανειακής καταγραφής των εντυπώσεων από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Ο Χριστός: πιο γκρίζο, πιο σκούρο, Σταύρωση: όλο πιο θερμό, όλο πιο σκούρο, la vircen Maria: πιο γκρίζο γράφει ο ζωγράφος στις σημειώσεις του που υποδηλώνουν όλα όσα απέφευγε μες στα έργα του. Βλέπεις άλλον δρόμο δεν έχει για την Μήδεια από το ακριβό της το φουστάνι και από την πράξη της, άλλην εποποιία δεν έχει από την νεοκλασική Ελλάδα που σήμερα ξερνάει χρόνια από την Δράμα ως το Ηράκλειο και από την Ζάκυνθο ως την Αθήνα. Ο Τσαρούχης φαντάζει το άγιο, κουφό παιδί του ελληνικού παραπόταμου που βρίσκει τον δρόμο του στην Γαλλία προτού συλλογιστεί αυτόν τον κόσμο τον ωραίο και τον βυζαντινό που μισοπνίγεται στην διαφωτισμένη Ελλάδα. Μες στο έργο του θα βρεις το Βυζάντιο και την σεκλετισμένη την Αθήνα, καφενεία και κάμαρες φτωχικές, το είδος του φυσικού βίου, την τροφή, την στέγη και το ένδυμα που ανάγονται σε μύθο και έθιμο και θρησκεία. Δυο οι διαστάσεις του μα άπειρα τα ονόματα που τους χαρίζει ο Τσαρούχης, κλασσικό το κοίταγμά του σαν να περιβάλλει το πάθος του η σοφή λογική που τον συμπλήρωνε. Κλάδοι και δρόμοι των μελισμάτων και ηδύτητα ρωμαϊκή σαλεύουν μες στο πλούσιο έργο του Πειραιώτη δημιουργού. Είναι μια άλλη δόξα εκείνη που κερδίζουν τα πρόσωπά του, άλλος ο άνεμος που σκίζει ο ποδηλάτης του μα ποτέ δεν παραλλάζεται εκείνη η φίνα στενοχώρια που μαρτυρείται πίσω από το πλούσιο το χρώμα και την ευθεία αναμέτρηση. Είναι στα λάδια που βρίσκει το μπαρόκ του Τσαρούχη μια ασφαλή διακόσμηση. Και όμως καθώς κανείς θητεύει μες στο έργο του βρίσκει στόφες, στάχτες, γλυπτούς οπλίτες βαλμένους στις μετόπες, σαν Καρυάτιδες που πατούν τον θάνατο. Αυτό είναι το Παλλάδιο που ζωγράφισε ο Γιάννης Τσαρούχης, ιδωμένο μέσα από την ερωτική ματιά μιας καταλυτικής για την νεοελληνική τέχνη, προσωπικότητας. Ενός αθροίσματος ρευμάτων, χρωμάτων και απόψεων.
Το γαλάζιο μου στενό πώς φυσά, ο καιρός τι χάλασε έτσι στα ξαφνικά; Από στιγμή σε στιγμή θα μου πουν το κακό μαντάτο. Πλάι μου μερικά πορτραίτα από αγήματα στρατιωτών, σκαραμάγγια, γυαλιστερά βιβλία. Ο Γιάννης Τσαρούχης δεν μένει πια εδώ. Σκαρφαλώνει στα αετώματα που τόσο μίσησε να ακολουθεί η ελληνική τέχνη δουλικά. Κάθε του πράξη τότε και τώρα ένας ατόφιος αγωγός του πνεύματος.
Όλα τα έχουν πει και όλα τα έχουν γράψει για τον Γιάννη Τσαρούχη. Μόνον στα γραπτά του δεν κατόρθωσαν να παρεισφρήσουν αφήνοντας απείραχτο ένα εμβληματικό έργο με σπουδαίες θεωρητικές και ανθρωπολογικές προεκτάσεις. Την Ελλάδα που γεννιόταν την δεκαετία του ’80 πολύ την μίσησε ο ζωγράφος και με πάθος την περιφρόνησε ως το τέλος της βιογραφίας του. Τους εμπόρους και τους πλούσιους δεν τους αποδέχτηκε ποτέ, αφήνοντάς τους έξω από τα σύνορα της τέχνης του. Ολόκληρη την χώρα του που τόσο την αγάπησε, την είδε μέσα από ένα φίλτρο βυζαντινό, γεμάτο από το πάθος του Θεού, τις Αρετούσες, τους Ερωτόκριτους και τον γηγενή αισθητισμό του Κόντογλου που ο Τσαρούχης ισχυρίστηκε πως θερμά τον επηρέασε.
Το τραπεζάκι το πήρανε πριν λίγο. Είδαν που κρατούσε ακόμη ο μηχανισμός του και με θόρυβο τον κομματιάσανε. Για να χωρέσει στην καρότσα ανάμεσα σε θερμοσίφωνες, κεραμεικά, γλυπτά και προτομές και μια ξεχαρβαλωμένη καρέκλα σε κακή μίμηση του στυλ Bauhaus, είπαν . Βάλανε στην διαπασών τα λαϊκά. Ψηλά στο στερέωμα η λαζουρένια, κίτρινη ποδιά και η τραχηλιά του κόσμου που τόσο λάτρεψε ο Τσαρούχης καθώς ενέδιδε στην παράδοση του τόπου του, έδιναν τα ρέστα τους. Όλα θα τα εξηγήσει απόψε ο Ιούλιος σε όποιος ξέρει να ακούει.
Το στενό μου άδειασε και η ψυχή να σηκωθεί γύρεψε δίχως να γνωρίζει με τι μέσο μπορεί κανείς να αποδώσει ένα τέτοιο μυστήριο. Τότε ευθύς αισθάνθηκα πως μοιάζω και εγώ κάπως σε εκείνο το pliant το τραπεζάκι και γέλασα με την ψυχή μου για τον χαλασμένο μηχανισμό μου. Μου φάνηκε ξεκάθαρα πως δουλειά κάθε μοντέρνου πράγματος, κάθε ανθρώπου που προηγείται της εποχής του δεν είναι άλλη από την μικρή προσθήκη στο επιβλητικό γλυπτό της ψυχικής ελευθερίας. Αυτήν που τόσο πιστά υπηρέτησε ο Γιάννης Τσαρούχης σε επίπεδο προσωπικό και καλλιτεχνικό.
Κάποτε ίσως ο Γιάννης Τσαρούχης να βρήκε χάρη στο ταλέντο του, τις ρίζες του αχειροποίητου. ‘Όμως συνήθως τέτοια μυστικά που θα μπορούσαν να στήσουν ένα ποιητικό γεφύρι ανάμεσα στις καρδιές μας κρατιούνται ανομολόγητα και προσωπικά για τον καθένα μας.