Απόστολος Θηβαίος | Edelweiss

© Maurice Tabard

Άνθος που φύεται μες
Στα άγρια μαγαζιά

 Μπήκε στο μαγαζί με ύφος κάλπικου καιρού. Για αυτό κανείς αξίζει να αγαπά την τέχνη, για κάτι τέτοιες παράταιρες συνθήκες. Η ορχήστρα έπαιξε ένα ρεφραίν, έτσι για αναγνώριση και ένδειξη σεβασμού, πράγμα συνηθισμένο ανάμεσα στους ανθρώπους της νύχτας. Ελίχθηκε μες στα τραπέζια βγάζοντας το καπέλο του με τρόπο στις κυρίες που τον έτρωγαν με τα μάτια. Ξέρετε, υπάρχει μια ολόκληρη κινησιολογία που μαρτυρά την πρόθεση του έρωτα, όπως ένα άγγιγμα τυχαία στο σκουλαρίκι της ή δυο χείλη πάνω σε ένα περιδέραιο, δυο μάτια ευάλωτα, υγρά. Και αφού έφτασε στο τραπέζι που τα γκαρσόνια με τρόπο μυστικό και ανομολόγητο φυλάνε για λογαριασμό του κοίταξε με τρόπο την σάλα. Τι κόσμος, κορίτσια επιθαλάμια από άγνωστες συνοικίες. Σε μια γωνιά κάποιοι χωρίζουν και κάπου αλλού οι τελευταίες γραμμές της άμυνας πέφτουν. Τα χείλη είναι τα πρώτα θύματα και ύστερα έπονται τα άλλα, όπως ιδρώτες και χωρισμοί και σημάδια από εμπειρίες αχαλίνωτες. Ένα γκαρσόνι συνοδεύει μια ζαλισμένη κυρία. Αρνείται με τρόπο το φιλοδώρημά της μα με λίγη επιμονή αύριο θα τον βρει το ξημέρωμα σε κάποιο ωραίο αίθριο, πλάι σε στον ερωτικό του αιώνα που χαμογελά φιλήδονα. Κάποιος άλλος τράβηξε το μαχαίρι του, κάποιος μπήκε ανάμεσά τους, στο πάτωμα έσταξαν τα αίματα, όμως τίποτε δεν γίνηκε και εκείνοι που κινδύνευαν να σφαχτούν τώρα πίνουν στην υγειά τους. Τα κορίτσια τους μοιάζουν ευτυχισμένα και άμα το θελήσει η ορχήστρα σε λίγο θα ξεχυθούν στην πίστα ξυπνώντας πάθη και τα ρέστα.

Βαστάει την λύπη του με τον αγκώνα και συλλογιέται τα φίδια που σέρνονται στα πατώματα. Τα φίδια που λένε το όνομά του και κατοικούν χρόνια τώρα τις νεκρές δεξαμενές. Θυμίζει παιδί που ΄χει την πλάτη του ακουμπισμένη σε ένα δέντρο όταν βασιλεύει ο κόσμος. Θυμίζει ακόμη τις πέτρινες μορφές και τα εξαίσια, μουσειακά κομμάτια με τα θλιμμένα μάτια που δεν θα μάθουμε ποτέ τι τάχα να τα τρόμαξε. Τα κορίτσια τον αγαπούν και όταν δεν μιλούν φαντάζονται πως πνίγεται μες στο ποτήρι τους. Τα κορίτσια τον αγαπούν και πίνουν μονάχα για εκείνον μες στο σκοτάδι, πλάι σε όργανα ηλεκτρικά. Στο διάλειμμα της ορχήστρας, κάτι φώτα, κάτι αντίλαλοι τον κατασπαράζουν.

Θα ξημερώσει και θα πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Σκόρπιες καρέκλες και συντρίμμια οι πίστες μα εκείνος δεν χάνει το κουράγιο του. Με βλέμμα θολό θα τραβήξει για την έξοδο και όσο θα πλησιάζει η νέον μαρκίζα θα χαρίζει το πρόσωπό του μια αίσθηση απόκοσμη. Τα κορίτσια τώρα κοιμούνται στα κρεβάτια τους, ο έρωτας είναι μια ανάμνηση, τα σώματά τους τώρα καίγονται, τα στεφανώνουν  βουβές σάλπιγγες.  Σε λίγο ξημερώνει και βαδίζει μόνος, πίσω του τον συντροφεύουν οι μάγκες με τα μπάντζο και τα ντέφια που γνωρίζουν τόσο καλά τι πάει να πει νύχτα, τι πληγές αφήνει.

Στον κόσμο έπεσε σιωπή. Της άνοιξης τα κορίτσια αργούν ακόμη να φανούν και ο κόσμος έχει την γλώσσα του κομμένη. Τώρα τα μαγαζιά της νύχτας κλείνουν, τώρα οι τελευταίοι θαμώνες τρεκλίζουν στο βάθος του Μεταξουργείου, τώρα ο Αύγουστος κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες, σαν θεός, τώρα πρέπει να προσευχηθούμε για τις μικρές ώρες, τώρα όμως.

Έτσι γίνονται κομμάτια οι νύχτες και όσοι αγαπούνε παραμένουν εξαίσια δείγματα ενός δίχως προηγούμενο εξπρεσιονισμού.

Ο ήρωάς μας πλανήθηκε για λίγο και έπειτα ο θάνατος που πάντα σε πλησιάζει σαν ποίημα, αθόρυβα τον έκανε δικό του, κάπου κοντά στην οδό Ευμολπιδών. Θα γράψουν για αυτόν στα πιο τρυφερά λιμπρέτο, πώς ήταν άγγελος περιπλανώμενος. Έργα με παρόμοια θεματολογία παίζονται με μεγάλη επιτυχία στις κωμοπόλεις τριγύρω όταν τελειώσει ο τρύγος. Δεν φέρουν αυτούσιο το τεχνικό υπόβαθρο, ωστόσο σπανίζει ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνουν τα μεγάλα θέματα του έρωτος, του φθόνου, της συγχώρεσης. Και είναι όμορφα τα τοπία, γαλήνια, την φωνή μας την παίρνει ο άνεμος. Παντού τριγύρω χτυπάει η καρδιά των edelweiss.

Απόστολος Θηβαίος