Eίχε ανάψει τσιγάρο και χάζευε το νεαρό ζευγάρι που καβγάδιζε στην απέναντι πολυκατοικία. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Βασίλης. Ήθελε να τη δει επειγόντως. Εκείνη δίστασε. Όχι πάλι τα ίδια. Της είπε να μην ανησυχεί. Συναντήθηκαν μετά από λίγο στο άγαλμα του Παύλου Μελά. Της ζήτησε χρήματα. Δύο χιλιάρικα. Εκείνη απόρησε. Της είπε ότι ήταν για ένα χρέος. Έπρεπε να το πληρώσει μέχρι το βράδυ. Του την είχαν στημένη. «Ποιοι;» τον ρώτησε. Δεν απάντησε. Τα χέρια του έτρεμαν. Το βλέμμα του τα έλεγε όλα. «Εντάξει» του είπε, «θα τα έχεις το συντομότερο δυνατό».
Σήκωσε χίλια ευρώ από τον λογαριασμό της∙ πρόσθεσε κάτι ψιλά που κρατούσε στο σπίτι. Τα υπόλοιπα τα δανείστηκε απ’ την αδερφή της, βρίσκοντας μια απίθανη δικαιολογία. Τέσσερις η ώρα, ο ήλιος ακόμη έκαιγε, τον ξαναβρήκε στο άγαλμα. Του έδωσε μια δεσμίδα με πενηντάευρα. Του είπε να προσέχει. Την αγκάλιασε. Θα της τηλεφωνούσε σύντομα. Τον είδε να στρίβει στην Αμοργού. Σε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα ακούστηκε κάτι σαν πυροβολισμός∙ μετά φωνές.
Ξύπνησε μέσα στον ιδρώτα. Τόσα όνειρα είχε δει με τον Βασίλη, αυτό ήταν το πρώτο που θύμιζε αστυνομική ταινία. Λες και άλλαζε τίποτα.
Ο Απόστολος Μαϊκίδης γεννήθηκε το 1972 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται.