Χθες βράδυ ονειρεύτηκα έναν συνηθισμένο χώρο. Κάτι που έμοιαζε λίγο με μπαρ και λίγο με σαλόνι οικογενειακού διαμερίσματος, με χαμηλό φωτισμό κι’ απόχρωση ανάμεσα σε μπλε και γκρίζο. Παρ’ όλο που πρώτη φορά βρισκόμουν εκεί συναισθηματικά μου ήταν γνώριμος. Σε εντοπίζω. Πλησιάζω το σταντ όπου καθόσουν και κάτι έλεγες μ’ έναν απέναντι σου. Η εικόνα που είχα καθώς πλησίαζα ήταν δυστοπικη, σαν απ’ το μέλλον, οι άνθρωποι κάτι θα προσπαθούν να πουν, με βλέμμα αέρινο δε θα κοιτάζονται ποτέ πραγματικά. Θα ταξιδεύουν μόνο ο καθένας στις φαντασιώσεις του. Σε φτάνω επιτέλους. Αιωρείται ένας απόηχος. Πράγματι κάτι έλεγες και λες ακόμα. Δεν θυμάμαι αν γύρισες προς το μέρος μου, πάντως φωναχτά κι’ όχι από μέσα σου, δήλωσες την αρέσκεια σου για εκείνον. Εγώ θυμάμαι να συμφώνησα λίγο πειρακτικά, μα δεν κατάλαβα αν το άκουσες ή έστω αν από ευγένεια έδειξες να σ’ ενδιαφέρει. Το πλάνο έπειτα για λίγο θαμπώνει, φαίνεται θα άκουσα κάποιον θόρυβο και πήγα να ξυπνήσω. Δεν ήταν όμως αρκετά δυνατός κι’ έτσι το πλάνο έγινε ξανά ευκρινές. Τώρα βρισκόμουν να συζητώ σ’ ένα πιο μακρινό τραπέζι με δύο-τρεις ανθρώπους, μάλλον φίλους, που δεν καταφέρνω να θυμηθώ τα χαρακτηριστικά τους. Ήσουν αλλού, όχι στον ίδιο χώρο, κι’ είχα ένα προαίσθημα ανησυχίας. Ξαφνικά κάποιος, μία απροσδιόριστη φωνή, είπε κάτι για βελόνες κι’ εσύ δεν ήσουν πια.
***
Ο Λάζαρος Ζάγκας γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα.Σπουδάζει Ψυχολογία και αποπειράται την γραφή.