Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος | Της μάνας

© Robert Frank
 (Ευεργετικός ο σημερινός του περίπατος. Ήδη, αισθάνεται καλύτερα μετά τη χθεσινοβραδυνή του αδιαθεσία. Βηματίζει σταθερά στις αλέες του πάρκου, με τη βοήθεια ενός ξύλινου μπαστουνιού. Το χωμάτινο μονοπάτι μόλις έχει στεγνώσει απ’ τις βροχές των προηγούμενων ημερών. Δεξιά κι αριστερά του δρόμου, η παιδική χαρά, το γκαζόν, το γήπεδο, παραμένουν λασπωμένα. Λίγα παιδιά παίζουν στον λιγοστό κατάλληλο χώρο. Με τις φωνές τους ζεσταίνουν κάπως το χειμωνιάτικο απόγευμα. Οι μανάδες τους τα παρακολουθούν και τους φωνάζουν να αποφύγουν τη λάσπη. Εκείνος, σταματά να περπατά. Κάτι σαν ζάλη, τον αναγκάζει να καθίσει στο πλησιέστερο παγκάκι. Μια ανάμνηση τον καταβάλλει σύγκορμο. Ακούει, πεντακάθαρα, τη φωνή της δικής του μητέρας να του μιλά. Ξέρει πως δεν έχει νόημα να την ψάξει τριγύρω, μα αφήνει το λόγο της να τον αποκόψει για λίγο απ’ την πραγματικότητα.)


 Θα με βρεις εύκολα. Όλα όσα σου ψιθυρίζω από μωρό, κι αυτά θα τα βρεις. Σίγουρα μπορείς. Βάλε μέσα στη λάσπη το μπαστούνι σου. Το κέντρο της γης είναι τόσο κοντά. Δεν χρειάζεται κόπος. Τα χώματα είναι δεκτικά. Η μνήμη προσβάσιμη. Ένα τέτοιο στήριγμα θα σου είναι απαραίτητο. Να, δες,  για να μπορώ τώρα να σου μιλώ, κρατώ στη χούφτα μου το κλάμα σου το μωρουδίστικο. Κάτι σαν εισιτήριο. Αυτό είν’ όλο. Ακούς τη φωνή μου. Σου φαίνεται αστείο, μα ναι, αυτό είναι. Η φωνή μου. Για μένα, δεν είναι καθόλου αστείο. Και, φυσικά, δεν μου είναι αρκετό. Πώς άλλωστε; Τα μάτια που φυτρώνουν στην πλάτη μου, είναι διψασμένα για φως. Άδικα προσπαθώ να καταλάβω ποιος σπόρος έπιασε εκεί πίσω. Επώδυνα όσα ευδοκιμούν στο σκοτάδι, δεν νομίζεις; Πάντοτε άναβα το φως νυκτός, στο δωμάτιο. Να βρίσκεις το δρόμο. Να ‘ναι οι τοίχοι ευγενικοί μαζί σου. Να μπορώ να σε κρυφοκοιτάζω ακόμα κι όταν δεν είσαι εκεί. Να ‘ναι οι νύχτες σου, η προέκταση του χεριού μου.

 Θ’ αναρωτιέσαι τι μπορείς να κάνεις για μένα. Να με θυμάσαι, κάπου-κάπου, κι άλλα τέτοια που σου ‘λεγα συχνά, μου είναι πλέον αδιάφορα. Στο είπα, άλλωστε, πως αυτή η δίψα είναι που με δυσκολεύει. Ανοίγω τα μάτια μου και στεγνώνουν ακαριαία. Δεν ξέρω αν θα είναι αρκετό· μήπως θα μπορούσες να πετάξεις στα πόδια μου ένα πορτοκάλι; Ένα ζουμερό, φωτεινό πορτοκάλι. Κάτι τέτοια, μικρά θαύματα της φύσης, πάντα με συγκινούσαν. Ναι, αυτό να κάνεις. Δεν περνάει απ’ το χέρι μου, μα ίσως μπορέσει κάποτε να φυτρώσει ένα καινούριο δέντρο. Παρηγορητικό κάθε τι που γεννιέται από ‘σενα. Κι αν σου τύχει να μπορείς να το βλέπεις να μεγαλώνει, φουσκώνεις από περηφάνια. Θα είναι ένα καινούριο δέντρο, για να βρίσκεις το δρόμο σου. Για να ‘ ναι οι τοίχοι ευγενικοί μαζί σου. Τ’ άνθη, οι κλώνοι κι οι καρποί του θα κάνουν τα υπόλοιπα.

(Στηρίζεται στο μπαστούνι του για να σηκωθεί όρθιος. Του παίρνει λίγη ώρα μέχρι να καταφέρει να στερεώσει γερά τα πόδια του στο έδαφος. Δεν ξέρει πόση ώρα έχει περάσει, μα θα πρέπει να είναι αρκετή. Έχει σκοτεινιάσει. Το κρύο είναι δύσκολα ανεκτό. Τα παιδιά έχουν φύγει. Ούτ’ ένας διαβάτης τριγύρω. Τα λιγοστά δημόσια φώτα, μόλις έχουν ανάψει. Μια μεγάλη χρωματιστή λάμπα στο βάθος του μονοπατιού, μοιάζει με ένα φωτεινό πορτοκάλι. Δεν ξέρει αν πρέπει να συγκινηθεί ή να γελάσει. Πάντως ξεκινά να βαδίζει και πάλι με σιγουριά. Είναι άραγε η ιδέα του ή πράγματι φέτος άνθισαν πρώιμα οι πορτοκαλιές;)

 


  Ο Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος γεννήθηκε το 1979 στην Καλαμάτα. Για την ποιητική του συλλογή “Αταξίδευτα” (poema 2015) έλαβε το βραβείο Μαρία Πολυδούρη το 2016.”