Μια μέρα σαν και αυτή, μόλις εκατό πενήντα τρία χρόνια πίσω κάποιος Κρίστοφερ Σολς λαμβάνει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για μια καινούρια ανακάλυψη, την γραφομηχανή. Τώρα πια μπορεί κανείς να γράψει μερικές σελίδες από τις πιο ευφάνταστες ιστορίες, χτυπώντας δυνατά τα πλήκτρα της. Μπορεί να συντάξει δυο, τρεις ή και περισσότερες σελίδες κοιτάζοντας από το παράθυρό του την πολιτεία που ξυπνά, που εργάζεται και ερωτεύεται και ιδρώνει και πέφτει μες στην παγίδα της νύχτας με κάτι ντροπιασμένα φώτα που τίποτε δεν μπορούν να κρύψουν. Μπορεί, αυτός ο τυχερός που κατέχει ήδη μια γραφομηχανή να σκαρώσει ένα ποίημα με δυο τρεις στίχους ή και περισσότερους; Ή ακόμη να ξεκινήσει εκείνο το μυθιστόρημα ή την αυτοβιογραφία που παραμένει αιωνίως στην μόδα ως ένα τίμιο και πολλές φορές συναρπαστικό είδος; Μπορεί να ετοιμάσει μια επιστολή που προορίζεται για κάποια υπηρεσία, δίχως να μαρτυρά τον γραφικό του χαρακτήρα ή πάλι μπορεί να δαπανήσει μια ολόκληρη ζωή για να βρει το κατάλληλο χρώμα του χαρτιού, προτού γράψει σκοτώνοντας τα χέρια του, Μάριον σε φιλώ και σε αγαπώ περισσότερο από την ζωή μου;
Κάποιος χτυπά στην μηχανή άγριες λέξεις. Κάποιος ιδρωμένος ανάμεσα σε σκισμένα χαρτιά που ξεκίνησαν με μια λάθος έκφραση ή κουβαλάνε μπερδεμένα σημεία της στίξεως, καίγεται μες στον πυρετό του. Την ίδια στιγμή ο Borges μες στην καρδιά της Γενεύης και ο Joyce κρατώντας ολοζώντανη την φωτογραφία κάποιας νιότης γράφουν για το πρώτο γράμμα και για την ζωή που χωρά σε μια μέρα. Ο Pier Paolo Pasolini συνθλίβεται κάτω από τον έρωτά του, ακριβώς όπως όλη η ανθρώπινη σκέψη δοκιμάζεται από το τραγούδι της γραφομηχανής που συνεχίζει και συνεχίζει βάζοντας σε μια σειρά τις πιο μύχιες σκέψεις μας. Ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Παπατσώνης, ο Γιώργος Σαραντάρης, ο Παύλος Μάτεσις, σχεδόν όλοι τους φαντάζουν πολύτιμες γραφομηχανές, φτιαγμένες από τα καλύτερα παιδιά των αιώνων.
Κάποιος ταξιδεύει, ένας άλλος παρακολουθεί τους πλανόδιους ακροβάτες που κάνουν την ζωή μας να μοιάζει κάλπικη, δίχως αξία, κάπως μετέωρη είναι η αλήθεια. Αργότερα και οι δυο τους θα σκύψουν πάνω από τα πλήκτρα γυρεύοντας να θυμηθούν το πώς και το γιατί όσων αντίκρισαν. Αργότερα, μόνο αργότερα ένα τρίτο πρόσωπο θα κάτσει να γράψει με ύφος θεατρικό και μνημειώδες δυο τρεις λέξεις. Απόψε κάποιος συντάσσει ένα ανυπόγραφο κείμενο, είναι ερωτευμένος και σε κάθε λέξη σκοντάφτει πάνω στο άπληστο αίσθημά του. Απόψε κάποιος κάθεται να γράψει τις τελευταίες του λέξεις, μια εξήγηση του τρόπου που έζησε και αγάπησε και πέθανε. Τον χωρίζει ένας γκρεμός, γράφει, από το τέλος και το φορτίο του κόσμου είναι πια μεγάλο για εκείνον.
Και όλοι αυτοί, τώρα και πάντα δεν θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς αν κάποιος Κρίστοφερ Σολς δεν είχε χαρίσει στην γραφή έναν χαρακτήρα λαμπρό, μηχανικό που όμοιός του δεν υπήρξε ποτέ. Αν ο Κρίστοφερ δεν είχε φροντίσει να δώσει υπόσταση σε μια εμπνευσμένη ιδέα κανένας δρόμος δεν θα άνοιγε για τα εργαλεία του μέλλοντός μας.
Ο κύριος Σολς ολοκλήρωσε την παρουσίασή του. Είναι καθώς πρέπει μα τα πέτα του έχουν γεμίσει με γαλάζιο μελάνι, το πουκάμισό του φαντάζει κατεστραμμένο. Ελπίζω πως το συμβούλιο της ευρηματικότητας θα ψηφίσει υπέρ της πατέντας που αναμένεται να αλλάξει τόσα πολλά στις ζωές μας. Ο κύριος Σολς σε λίγο καιρό θα είναι μια ανάμνηση και κανείς σε αυτήν την πολιτεία μα και σε κάθε άλλη δεν πρόκειται να θυμάται. Ωστόσο, σήμερα που ο Σολς κέρδισε το στοίχημα της γραφομηχανής του για όλους μας, το πρόσωπό του λάμπει και το μελάνι στα πέτα του είναι ένα άλλο αίμα. Το αίμα από την τέχνη της γραφής.
Απόψε ίσως να πέρασε από εδώ, δειγματίζοντας, γράφοντας, διορθώνοντας ότι ο καθένας μπορεί από τα κακώς κείμενα αυτής της πολιτείας. Το γαλάζιο μου στενό γνωρίζει μα δεν μιλά, δεν μιλά. Ούτε κουβέντα για την αξία της πράξης του κυρίου Σολς, εκατόν τόσα χρόνια πίσω.