Το ιδιοφυές δόγμα μιας αγάπης
Η Ρόζι η πριτσιναδόρισα δεν είναι πάνω από είκοσι χρονών. Το όνειρό της ήταν πάντοτε μια θέση τρυφερή μες στο μεγάλο, αμερικάνικο νοικοκυριό. Ίσως να τα κατάφερνε αν δεν ήταν ο έρωτας που έκανε την καρδιά της κουρέλι. Ίσως να τα κατάφερνε αν εκείνος ο βίαιος χωρισμός δεν σκότωνε την μεγάλη της καρδιά. Μα η ιστορία έχει στα αλήθεια ως εξής.
Το απόγευμα, μες στην βοή του εργοστασίου, η Ρόζι φτιάχνει σφαίρες κάθε διαμετρήματος. Υπολογίζει το πλάτος, επεξεργάζεται τις αιχμές, κάθε μέρα βγάζει χίλιες σφαίρες. Κάθε μέρα που περνά την φέρνει κοντύτερα στο όνειρο. Αυτό το τελευταίο έχει το όνομα Τζο, μαύρα, πυκνά φρύδια και δυνατά χέρια, καμωμένα από το ένστικτο. Η Ρόζι θα έδινε την ζωή της για χάρη του. Η Ρόζι αθροίζει αργά τις ώρες που πρέπει να περάσουν ώσπου να βρεθούν έξω από το κλειστό, εξοχικό περίπτερο. Θα τρέξει κοντά του, χίλια φιλιά όσα και οι σφαίρες που έφτιαξε σήμερα θα τον γεμίσει. Πρόσεξε Ρόζι, τόση πολλή αγάπη μπορεί να τον σκοτώσει, το γράφουν καθαρά οι οπερέτες που κάνουν λόγο για τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τους τόσο πικρούς.
Η Ρόζι φορά μια απόκοσμη σιλουέτα, έχει στα μαλλιά της μια κορδέλα σε χρώμα σκοτεινού βύσσινου και όλο χορεύει επάνω στο κράσπεδο σαν παιδί, σαν παιδί. Και τίποτε δεν την τρομάζει γιατί η Ρόζι κράτησε μυστική την αγάπη της, μυστική σας λέω από εκείνη την τρομερή αμηχανία που μαστίζει τις ζωές μας. Τον βλέπει να πλησιάζει, ίσως είναι εκείνος εκεί που γυαλίζει τα παπούτσια του, ίσως κάποιο χαμίνι να γνωρίζει το πώς και το γιατί της ύπαρξής του. Θα μπορούσε μια ολόκληρη σύνθεση να στηριχτεί στην βυθισμένη του εικόνα, ίσως πάλι όσα κανείς πρέπει να ξέρει τα λένε τα τραγούδια που περνούν από δεκαετία σε δεκαετία με τα λόγια τους χαμένα σε πλάνη ανίκητη.
Ο Τζο θα φανεί τώρα, σε λίγο, κάποτε, ποτέ. Ο ήχος της μοτοσικλέτας του θα ξεσηκώσει τα πουλιά που ρουφούν το απόγευμα πάνω στα τρελά κλαδιά. Η Ρόζι η πριτσιναδόρισα με την βουή του εργοστασίου ολοζώντανη μες στην καρδιά της, ονειρεύεται την ηρεμία των κάμπων, τα φύλλα, το φίλημα μιας νύμφης και τα άλλα τα πλάσματα τα ωδικά που παλεύουν με τα χρόνια εκεί έξω. Έλα Ρόζι, λίγο ακόμη, μην το βάζεις κάτω. Απόψε τα κατάφερες περίφημα, σχεδόν οχτακόσιες σφαίρες ταξιδεύουν για το μέτωπο. Και καμιά, το ακούς καμιά δεν πρόκειται να πληγώσει τον Τζο που βαδίζει σαν περήφανο εγκώμιο ως την καρδιά του μετώπου.
Απόψε Τζο, κάτι κρύβεις πες μου, μίλα μου Τζο, ποιο θαύμα καταχθόνιο σε ορίζει, ποια ζωή μονοσήμαντη.
Ρόζι, Ρόζι τίποτε δεν θα είναι ίδιο μετά από αυτό το απόγευμα. Η δουλειά στην φάμπρικα θα μεταμορφωθεί σε μια σωστή γιορτή και όλα τα αδέσποτα θα πουν ως τα πέρατα του κόσμου πως χέρια σαν τα δικά σου κάνουν καλύτερη την έρμη ζωή. Η Ρόζι η πριτσιναδόρισα, θα πουν τοποθετεί σε ντάνες τις σφαίρες και ύστερα ταπεινωμένη ξεχύνεται έξω από τα πλάνο, θυμίζοντας μια όψη διόλου καλλιτεχνική για την κοινωνία κάθε καιρού.
Σώπα Ρόζι, ο Τζο θα βρεθεί, θα φτάσει με την μοτοσικλέτα του σαν ήρωας αμερικάνικου φιλμ με ωραίο τέλος. Θα κάνει πάταγο Ρόζι και εσύ θα παρατήσεις λέει την γραμμή μόνο και μόνο για να συμπαρασταθείς με αίσθημα θρησκευτικό και με φιλιά σε εκείνη την αγάπη.
…………………………………………………………………………………………………………………
Ο Τζο δεν φάνηκε, όχι δεν φάνηκε. Απόψε ήρθε το γράμμα. Που λέει πως ο Τζο με μια σφαίρα ίσια στην καρδιά πλανήθηκε μες στην ανυπαρξία. Απόψε ήρθε το γράμμα και το μισό, σκληρό φεγγάρι χάραξε στα μάτια της Ρόζι της πριτσιναδόρισας. Δεν απομένει τίποτε πια, με μίσος δουλεύει τις σφαίρες της η Ρόζι με το καρό της πουκάμισο δεμένο σφιχτά, σαν άλυτο πεπρωμένο.
Απόστολος Θηβαίος