Απόστολος Θηβαίος | Μια μικρή παρένθεση

© Michael Ackerman

Αυτοσχεδιασμός για χάρη της Ινές
που με ένα φιλί
όλα τα δόξασε,
που τίποτε δεν ζήτησε
και χωρίς λόγο απόψε,
αποφάσισε μες στα χαρτιά μου
να υπάρχει

 

Την νύχτα οι πικρές καρδιές γράφουν λέξη προς λέξη ένα λιμπρέτο για την πόλη. Μοιράζουν τους ρόλους, φροντίζουν την σκηνογραφία, στήνουν παραπήγματα μες στο σκοτάδι που παριστάνουν, όχι και τόσο πειστικά μα με αδιόρατη ουσία πράγματα ιδανικά όπως τον έρωτα, το μίσος, μια χαμένη συντροφιά, ένα χλωμό φεγγάρι και την πρόσοψη του ρημαγμένου σπιτιού.

Έπειτα σαν πάρει τέλος μια παράσταση ακόμη, τι μελαγχολικά που μαζεύουν οι άνθρωποι του θιάσου όλα αυτά τα φτιασιδώματα. Πάει και η πρόσοψη του σπιτιού και το φεγγάρι και η ωραία, θερμή καρδιά του κοριτσιού που είπε δίχως συνοδεία ένα τραγουδάκι πολύ λυπητερό. Νομίζω την είπαν Ινές μα εγώ την φώναξα πίνακα ζωγραφικό και την αγάπησα σαν την τελευταία απόδειξη της ομορφιάς, εκεί έξω.

Εκεί τελειώνουν πάντα οι νύχτες και όλα επιστρέφουν στην πραγματικότητα. Το μόνο που απομένει είναι κάτι πολύχρωμα μαντίλια που ξέμειναν και πάνε. Ως το πρωί θα έχουν ταξιδέψει με τον άνεμο για κάποια άλλη πολιτεία και θα αφήνουν για καιρό ίχνη χρωματικά, ανεξήγητα για την καθημερινή, την απλή ζωή.

Και οι έρωτες που γεννήθηκαν στην πλατεία, ανάμεσα στο κορίτσι και τον ωραίο δεκανέα; Τι γίνεται με αυτούς; Λύθηκαν τα πεπρωμένα και ταξίδεψαν οι ψυχές, μονάχα αυτό γνωρίζω. Κανείς δεν σώνεται πια και οι σκιές στους τοίχους που είπαν κάποτε το ποίημα, στάχτες έγιναν και χάθηκαν πίσω από την ντροπή που σκεπάζει νύχτες και νύχτες.

 Άδειο το στενό και οι γελωτοποιοί τώρα τραβούν για την Κατερίνη, με κόκκινες μύτες και διαλυμένο μακιγιάζ. Πίσω τους τα άγρια θηρία, κάπως γερασμένα μα με το βήμα που διδάχτηκαν από τους δαμαστές ακλόνητο, αδιαπραγμάτευτο. Μια οροφή από ουρανό πάνω στο αμάξι, φέρνει στον νου ένα τρυφερό χειμώνα με ανθούς και αηδόνια βουβά και τα ρέστα. Όλα τρίζουν πάνω στο αμάξι και αν δεν ήταν για αυτόν τον ουρανό, τότε άλλος λόγος δεν υπήρξε για να συνεχίσει τον δρόμο του ο θίασος με τους έκπτωτους αγγέλους και με τις αρτίστες που αναδύουν μια μυρωδιά κλειστού σπιτιού. Τόσο πολύ έχουν όλα τελειώσει, τόσο που σώπασε το στενό μου, δεν έχω άλλον δρόμο.

Θα φτιάξω και εγώ κάποτε μία σκηνή με χρωματισμούς άναυδους, κεχριμπαρένια τα άστρα και την σαΐτα του φεγγαριού από το τίποτε κρατημένη πια. Θα ζωγραφίσω δυο παράθυρα και μια πόρτα φλωρεντινή που θα ΄χει επάνω τα μυστήρια της ζωής. Ψηλά εκεί που τελειώνει το σχέδιο θα περιμένει μια καρδιά πελαγίσια, έτοιμη για τον χαμό και για της σιωπής τον κόσμο. Ακόμη, θα αγοράσω δυο τρεις ίππους από γενιά Μαυριτανική, με χαίτες και άγριο καλπασμό ως το τίποτε. Επάνω στην ράχη τους θα βάλω την Άννα, την Μερόπη, την Κική να ισορροπούν με φτερά παγονιού καρφωμένα επάνω στην τόση τους ομορφιά. Ετούτο το νούμερο που θα΄ναι η ατραξιόν του θιάσου μου θα είναι παράτολμο, γεμάτο από την μακιαβελική αισθητική του προδομένου έρωτα. Και όλοι στην πλατεία θα χειροκροτούν και θα ζητούν να φανούν ξανά τα κορίτσια πάνω στο στερέωμα της σκηνής, δίχως να υποπτεύονται πως του λόγου τους έχουν πνιγεί εδώ και χρόνια μες στον κόλπο της Νάπολης. Τι όμορφη που θα΄ταν η ζωή αν τα κατάφερναν, πόσο λιγότερο ξεθωριασμένη θα ΄ταν η θάλασσα, τι γέρικο που άφησαν το σπίτι γεμάτο σοφία και εξομολογήσεις βγαλμένες από ένα στόμα σαν εκείνο του Ιππολύτου Νιέβο.

Ξημερώνει και σε λίγο θα γίνει κομμάτια το όνειρο. Μες σε γέλια, τα άστρα τα αλλοτινά που μου ομορφαίναν την ζωή θα σβηστούν. Και το στενό μου θα γίνει και πάλι μια γαλάζια φάσα πάνω στο ρούχο της πόλης, ποιος να αντέξει τέτοια συντριβή. Μα υπάρχει πάντα η ανάμνηση και αυτό το μαντουδάκι της Ινές που ξέχασε ο θίασος καθώς κάλπαζε προς την αιωνιότητα. Με αυτό το ρετάλι θα δοκιμάσω να αντέξω την μοναξιά, με αυτό και με τίποτε άλλο θα κρατήσω αναμμένο το φως στο ποιητικό μου παράθυρο που φέγγει από εδώ ως την παγωνιά. Σε κανέναν άλλο θέατρο δεν θα πιστέψω, καμιά αγάπη δεν θα διαλέξω, όχι ποτέ, άλλη αγάπη από την Ινές δεν θα παραδεχτώ. Γιατί στα αλήθεια με φίλησε ένα φιλί όλο εγκατάλειψη, γκρεμίζοντας στρατώνες και μεθοδολογίες. Γιατί στα αλήθεια υπήρξε και με ένα νεύμα της σώπασαν όλα τα ξυπνητήρια αυτού εδώ του κόσμου. Μαζί με μια χώρα ολόκληρη, ζώντας τόσο μακριά σου Ινές, σκύβω και φιλώ τα χνάρια του μυστικού θιάσου, σκύβω και φιλώ αυτό το μνήμα, της αγάπης μου θέατρο θαμπό.

Αυτή είναι η ιστορία της Ινές από τον θίασο των κοριτσιών. Τραγούδησε και έζησε μόνο μια για μια φορά και έπειτα χάθηκε. Σε μια νύχτα μόνο, σε μια νύχτα αποχαιρέτησε την νιότη της και πέταξε. Και τώρα, όσοι την αγάπησαν, κρυφοί εραστές που απελπίστηκαν, κεράκια ξανθά και κόκκινα μες σε καφενέδες και νυσταγμένα λεωφορεία  παλεύουν να αντέξουν την ζωή τους. Από τότε που έφυγε η Ινές όλες οι νωπογραφίες του Τζιόττο εσίγασαν και αυτό δεν είναι λίγο, δεν είναι λίγο.

 Το θέατρο που μας έδειξε η Ινές είναι στα αλήθεια καλύτερο από την ζωή μας, όπως μια ειρηνική βροχή είναι πάντα καλύτερη από την πιο σκληρή δυστυχία. Όλα γύρω της παραμένουν αφάνταστα, περισσότερο ακόμη και από αυτήν εδώ την ιστορία. Γεια σου Ινές, κορίτσι της ταβέρνας με τα χτένια στα μαλλιά σου που κρατάς ζωντανή την άλλη πλευρά αυτής εδώ της πολιτείας.

Απόστολος Θηβαίος