Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος
Το μυθιστόρημα Το Βουνί της Λουίζας Παπαλοΐζου επιτυγχάνει να καταγράψει με μοναδική λογοτεχνική αρτιότητα την ψυχογραφία της κυπριακής ζωής ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1970 και επιστρέφοντας πίσω μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’20. Η αφηγηματική δεινότητα της Παπαλοΐζου σε συνδυασμό με τη δημιουργικότητα των εικόνων που παράγει συγκροτούν ένα εκτενές και ολοκληρωμένα συμπαγές μυθιστορηματικό έργο. Ο λογοτεχνικός της λόγος δεν κουράζει σχεδόν σε κανένα σημείο τον αναγνώστη. Συνεπώς, παραχωρεί στον αναγνώστη την απαραίτητη ασφάλεια ώστε ν’ ακολουθήσει αβίαστα τη συνοχή του έργου. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπάρχουν κάποιες αποσπασματικές εκλάμψεις υψηλής λογοτεχνικής αισθητικής στο έργο οι οποίες ψηλαφούν τα όρια της ποιητικής δημιουργίας. Η πρωτοτυπία της δομής παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο τόσο ως προς την αφηγηματική πρόοδο που το συνοδεύει όσο και ως προς το να καθηλώνει τον αναγνώστη σε μια ευχάριστη και εύκολη ανάγνωση. Η συγγραφή ενός εκτενούς έργου χρειάζεται αδιαμφισβήτητα τόλμη και υπομονή. Προφανώς, η Παπαλοΐζου κατέχει σε μεγάλο βαθμό και τα δυο. Σε τέτοιου είδους εκτενείς λογοτεχνικές απόπειρες, το αισθητικά ολοκληρωμένο σώμα το οποίο επιβάλλεται να έχει το έργο, αρκετές φορές αδυνατεί να διατηρηθεί συμπαγές και ευδιάκριτο. Καμιά φορά, αυτή η αισθητή απουσία του αισθητικού σώματος έχει ως αποτέλεσμα να μην εντοπίζονται οι απαραίτητες αισθητικές λογοτεχνικές κορυφώσεις και να διακρίνεται εμφανώς πλέον μια είδους έλλειψη της απαραίτητης έντασης και του αναγκαίου ρυθμού. Στο Βουνί ο αναγνώστης νιώθει ασφάλεια και οικεία με τον λόγο της δημιουργού. Η μονοτονία καμιά φορά – και όχι πάντα ως αρνητικό στοιχείο – της λογοτεχνικής φωνής διασφαλίζει τη λογοτεχνική ασφαλιστική κάλυψη στον αναγνώστη ως συνοδοιπόρος στο ταξίδι. Η αισθητική συνθήκη του μυθιστορήματος εναποθέτει έτσι αβίαστα στον αναγνώστη την ευθύνη να εντοπίσει την αδυναμία του έργου και να υποπέσει σ’ ένα αναγνωστικό κενό στο οποίο αρκετές φορές μπορεί να παγιδευτεί. Οι διαφορετικές φωνές στο έργο συγκλίνουν ως έναν βαθμό και επιτυγχάνουν ως έναν άλλο τόσο την άτονη όσο παράλληλα και την ενιαία λογοτεχνική φωνή. Επίσης, αυτό που μπορεί να διακρίνει ο αναγνώστης είναι ένα σύνολο σπασμένων εικόνων. Το μυθιστόρημα έχει ως άξονα την κυπριακή εικόνα στο σύνολό του και η ιδέα των σπασμένων εικόνων εντείνει στην αντίστοιχη διαμόρφωση της φύσης της κυπριακής ιστορίας. Τέλος, η συγκεκριμένη συγγραφική αποτύπωση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως πρωτοποριακή για τα κυπριακά δεδομένα λογοτεχνική προσέγγιση, αφού διανοίγει δυνατότητες για νέες και εμπλουτισμένες συγγραφικές απόπειρες.
Όσον αφορά την πολιτική χροιά του έργου, η Παπαλοΐζου δεν στεγανοποιεί τον λογοτεχνικό της λόγο για ν’ απαντήσει σε πολιτικά ερωτήματα που ταλανίζουν την ιστορία του τόπου. Αν και αφήνει τη γεύση μιας προοδευτικής πολιτικής αντίληψης δεν αφορμάται από ιδεολογίες. Το έργο δεν διακατέχεται από κανένα πολιτικό περιεχόμενο αλλά παράλληλα δημιουργεί μια μετέωρη πολιτική χροιά. Αυτό που διακρίνεται στο έργο είναι ένας επιτηδευμένος λογοτεχνικός τρόπος ώστε να συγκροτηθεί μια απόσταση ασφαλείας από ένα πολιτικό σώμα-λόγο. Αν και θα μπορούσε να κινείται το πολιτικό σώμα μέσα στο έργο έστω σαν οργανική σκιά, η Παπαλοΐζου το αποφεύγει. Ο συνεχής λογοτεχνικός λόγος απώθησης του πολιτικού στοιχείου στο έργο γίνεται με μια επιτηδευμένη αφέλεια μιας φολκλορικής πολιτικής αντίληψης δια της οποίας σηματοδοτεί στον αναγνώστη τη λογοτεχνικά «αυτόνομη» αδιαφορία της για την ιστορικά πολιτική Κύπρο. Συνεπώς, η Παπαλοΐζου εμμένει σε μια νοσταλγική περιπέτεια εκτοπίζοντας την πολιτική και μαζί αναγκαστικά τον απαντητικό ρόλο της λογοτεχνικής ισχύς. Τοποθετεί τον αναγνώστη σε μια επιφάνεια πραγματικότητας στην οποία κρατιέται ένα λογοτεχνικού τύπου αίνιγμα μιας νοσταλγικής παρατημένης ζωής που μένει για πάντα άλυτη. Η νοσταλγική επιστροφή της συγγραφέως στο παρελθόν γίνεται η αποκλειστική της συνθήκη στη συγκρότηση του μυθιστορήματος. Αυτό που καθιστά τη λογοτεχνική της απόπειρα επιτυχημένη είναι η νοσταλγική καταγραφή του θέματός της ως μιας άγκυρα επιβίωσης ώστε να βρεθεί εσκεμμένα στα ήσυχα αλλά ανύπαρκτα ιστορικά νερά της Κύπρου.