Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ | Μία μέρα ήμουν κιόλας ηλικιωμένη

© Νικόλας Περδικάρης

Δρόσισα λίγο το πρόσωπό μου με κρύο νερό. Είναι έξι το πρωί κι έξω είναι ακόμη σκοτάδι. Κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη πάνω από τον νιπτήρα. «Χρόνια σου πολλά. Σήμερα θα βγω και θα πάω στο βουνό μας. Αν καταφέρω να το ανέβω, θα καθίσω στην καντίνα και θα πιω μια μπίρα στην υγειά σου». Παρατηρώ τις γκρίζες τρίχες στα μαλλιά μου. «Τα άφησα ν΄ ασπρίσουν. Όπως σου αρέσουν».

Δέκα, έντεκα, δώδεκα, είκοσι. Μετράω τα τελευταία μου βήματα. Η ανηφόρα με κουράζει. «Έλα Μάρθα μου, σχεδόν φτάσαμε. Τα καταφέρνεις μια χαρά. Ξέρεις πόσο καλό μας κάνει η πεζοπορία». Αυτά μου έλεγες κι εγώ σου γκρίνιαζα, σταματούσα αρκετές φορές για να θαυμάσω δήθεν την φυλλωσιά του δέντρου ή τον κορμό ενός άλλου ή τα άγρια μανιτάρια ή τέλος πάντων να ξαποστάσω, γιατί δεν μπορούσα τους δικούς σου γρήγορους ρυθμούς. Ακόμη λίγο νομίζω και φτάνω. Όπου να ΄ναι θα δω την καντίνα. Ο ήλιος εδώ ψηλά με τυφλώνει, καθώς ψάχνω να δω στο βάθος αν πλησιάζει το τέλος του γολγοθά μου. Βγάζω το παγούρι από το σακίδιο στην πλάτη μου και ρίχνω λίγο νερό στο μέτωπό μου να δροσιστώ.

«Δεν κάνω ρε παιδί μου για τέτοια σπορ εγώ. Κουράζομαι, δεν το βλέπεις; Σαν γριά γυναίκα νιώθω κάθε φορά που με τραβάς σ΄ αυτές τις πεζοπορίες. Θέλω να ξαποστάσω εδώ και κει, κουράζομαι», σου επαναλάμβανα διαρκώς σε κάθε μας εξόρμηση. «Έλα γλυκιά μου, σαράντα χρονών κορίτσι, στο άνθος σου είσαι λουλούδι μου. Μη λες για γεράματα και ανοησίες. Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας ακόμη» συνέχιζες για να με γλυκάνεις να φτάσουμε επιτέλους στο τέρμα.

Στέκομαι στην ουρά της καντίνας για να πάρω τις μπίρες.  Είναι πολύς ο κόσμος σήμερα εδώ γιατί η μέρα είναι ωραία για πεζοπορία, ορειβασία και όλες αυτές τις εκδρομές που κάνουν οι ευτυχισμένοι άνθρωποι. Σε βλέπω δίπλα μου να χαμογελάς με το σκουφί στο χέρι σου έτοιμος να παραγγείλεις τις μπίρες και τα μπρέτζελ1. «Θα παραγγείλετε; Τι περιμένετε;» με ρωτάει ο υπάλληλος της καντίνας, ενώ ο κόσμος πίσω μου αρχίζει να δυσανασχετεί μαζί μου. Δεν απαντώ, γιατί περιμένω να το κάνεις εσύ, όπως κάθε φορά που ερχόμασταν εδώ. Δεν λες τίποτα όμως, παρόλο που σε βλέπω ολοζώντανο δίπλα μου.  Δεν μιλάς. Ξέρω, έχεις πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια. «Δύο μικρά ποτήρια μπίρας draft και ένα μεγάλο μπρέτζελ», λέω με χρονοκαθυστέρηση.

Κρατάω τις μπίρες στα χέρια μου και ψάχνω άδειο τραπεζάκι για να καθίσω. Κοιτάζω δειλά δεξιά και αριστερά παρέες από νεαρούς μέχρι ηλικιωμένους να κάθονται, να γελάνε, να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, τα μικρά παιδιά παίζουν ανέμελα εδώ και κει. Βλέπω ένα ελεύθερο τραπεζάκι σε μια γωνιά. Αφήνω τις μπίρες, βγάζω το σκουφί μου και κάθομαι. Φτιάχνω με τα χέρια λίγο τα μαλλιά και κάποιες άσπρες τρίχες μένουν στα δάχτυλά μου. «Γέρασα αγάπη μου. Αλλά σήμερα κατάφερα κι ανέβηκα το βουνό μας. Αντέχω ακόμη. Χρόνια σου πολλά! Σήμερα θα γινόσουν σαρανταοκτώ χρονών. Prost!2». Τσουγκρίζω  την μπύρα μου με τη δική σου και σκέφτομαι τον χρόνο που κυλά αλύπητα, τις γιορτές που δεν μοιάζουν πια με γιορτές, τις πεζοπορίες που δεν θα κάνουμε,  σκέφτομαι τους ανθρώπους που δεν είναι πια εδώ.  


1. μπρέτζελ: γερμανικό αρτοσκεύασμα

2. Prost: (γερμ.) στην υγειά σου