Το κρεβάτι μου ακουμπάει στον εξωτερικό τοίχο του δωματίου, όπου βρίσκεται και το παράθυρο. Με λίγα λόγια όταν ξαπλώνω έχω το παράθυρο ακριβώς στα δεξιά μου μισό μέτρο ψηλότερα απ’ το σώμα μου. Τώρα όμως είμαι καθιστός, το παράθυρο ανοιχτό και έχει λιακάδα. Αφηρημένος σχεδόν κοιτώ το εξώφυλλο του Μοναχικού Ταξιδιώτη. Ανοίγω στη σελίδα όπου βρισκόμουν να συνεχίσω την ανάγνωση. Ένα βουητό λίγο – λίγο επανέρχεται στ’ αυτιά μου, το αγνοώ αφοσιωμένος καθώς είμαι στις σειρές. Κάποτε θα ‘θελα να γράψω ολόκληρη μελέτη για τον Κέρουακ, σενάριο ακατόρθωτο, μα είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας και κάπως πρέπει να τον δικαιώσω. Το βουητό ξαναγυρνά, σηκώνω το κεφάλι μου. Είναι μια μύγα που κάθεται στη σίτα απ’ το παράθυρο, για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, έπειτα αναπηδά, έπειτα ξανακάθεται. Δοκιμάζει να ελευθερωθεί και να βρεθεί επιτέλους στον κήπο ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το δικό μας σπίτι. Τα μάτια μου πίσω στις σελίδες, τ’ αυτιά μου όμως, παρόλο που δεν πολυ-ακούγεται, προσπαθούν να εντοπίσουν το βουητό. Να το πάλι ! Τώρα ναι, αρχίζει να γίνεται ενοχλητικό. Λέω να πάρω ένα πανί, μια μπλούζα και να της ρίξω, μα ίσως και να την πετυχω ξώφαλτσα και με τον ακαριαίο ελιγμό που έχουν οι μύγες, αυτή να μου ξεφύγει. Το βλέμμα μου εστιάζει, στο πρώτο αναπηδητό συγχρονίζομαι, τραβώ τη σίτα προς τα πάνω κι αυτή πετάγεται έξω, χάνεται στο πράσινο. Κι αν την πετύχαινα μια και καλή; Τούτη η μύγα είναι πιο αθώα ίσως κι απ’ την μισή ανθρωπότητα. Κλείνω το παράθυρο, πήγε μεσημέρι κιόλας, κάτι πρέπει να φάω.
***
Ο Λάζαρος Ζάγκας γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα.Σπουδάζει Ψυχολογία και αποπειράται την γραφή.