Στο σώμα της λουτροφόρου
κάποιος έγραψε
την σοφή εκείνη ρήση
«Ἅιδα μόνον φεῦξιν οὐκ ἐπάξεται»
Καημένη Αλκμήνη,
Για σένα τα ρητά,
Για σένα και
το νερό που σώθηκε
Η Αλκμήνη είναι πολύ λυπημένη και η καρδιά της πάει να σπάσει. Οι δύσκολες μέρες έχουν πια περάσει όμως ο νους της ακόμη ταξιδεύει σε όλα εκείνα που για πάντα έχει χάσει. Την αντικρίζω να διαβαίνει το γαλάζιο μου στενό. Η λάμψη των ματιών της που έκανε την πόλη να την θαυμάσει μια φορά και έναν καιρό, έχει πια θαμπώσει και εγώ τραβώ την ματιά μου από την αλλοτινή της δυστυχία. Ολόκληρη η περιουσία της είναι αυτή η παλιά λουτροφόρος με την αναπαράσταση του νησιού της Κίρκης και ένα κρυσταλλένιο δειλινό. Κάθε πρωί διαλυμένη πλάι στις φωτιές του δρόμου, βάζει τα δυνατά της να μαζέψει τα κομμάτια, όμως έξω από αυτό το αγγείο το παλιό και το διαλυμένο, τίποτε άλλο δεν υπάρχει.
Αλκμήνη τα χρόνια γερνούν και γερνούν και εκείνο το παλιό, καλό συμβόλαιο με τον γέρο θεό χρόνο έχει πια εκπνεύσει. Οι κλεψύδρες έχουν αδειάσει, Αλκμήνη αν απομένει κάτι αυτό δεν είναι άλλο από κάτι μισοσκισμένα χειρόγραφα με αξεδιάλυτη γραφή. Ο κόσμος φαντάζει και πάλι τακτοποιημένος και όμως δεν είναι για σένα έτσι κορίτσι μου. Εσύ, η ίδια είσαι το φορητό μνημείο του πολέμου που μαίνεται αμείωτος εντός σου. Όλοι το γνωρίζουν, όλοι στην Κόρινθο γνωρίζουν τι τραγική που ήταν η ζωή σου. Πως μερικά βράδια πιο πίσω, με αυτό το ίδιο δοχείο έλουζες τον αγαπημένο σου κάτω από τα αστέρια και εμπρός σου Αλκμήνη, -θυμάσαι άραγε;- ανοιγόταν το μεγάλο και γιορτινό φάσμα του έρωτα. Όμως Αλκμήνη, απόψε τα άστρα λένε κάπως αλλιώς την ιστορία σου. Απόψε που το φεγγάρι δεν χωρά ανάμεσα στους θριγκούς, απόψε που κυλά για πάντα στην αγκαλιά της πιο νεαρής από τις Καρυάτιδες, απόψε Αλκμήνη, η βιογραφία σου σφραγίζεται από παράξενες τροπές.
Θυμάται πώς γλιστρούσε ο θάνατος από το κορμί του ανδρός της, πώς καταστρεφόταν ολόκληρο εκείνο το μαγικό μέλλον από κάποιο μοιραίο, θαρρείς παιχνίδι. Και όμως σκυφτή εμπρός στην κρήνη που όλα τα πνίγει, βρίσκει ανυπόφορη την ασχήμια αυτού του τακτοποιημένου κόσμου. Οι περαστικοί μιλούν για το όνομά της, σφίγγουν τα δόντια και την κοιτούν γεμάτοι ελεημοσύνη και συμπάθεια. Εκείνη που υπήρξε σαν πάντα μια σκλάβα, ένα κορίτσι αγορασμένο στο παζάρι της Ρόδου πριν από χρόνια, εκείνη που επιστρέφει ξανά στην θέση της, με μια περιουσία αδιάφορη, όπως αυτή η λουτροφόρος. Κάποια που μπορεί πια να ζήσει με την γεύση της σκληρής μοναξιάς. Τώρα κανείς δεν την κυβερνά και η ομορφιά της φαντάζει το ξέφτι μιας ωραίας και λαμπερής νιότης.
Θα΄θελε απόψε να κατηφορίσει στον γιαλό, να σταθεί ανάμεσα στους τεχνίτες που δουλεύουν στον αρσανά. Θα΄θελε απόψε να τους χαρίσει λίγο νερό από την λουτροφόρο της και θα΄θελε ακόμη να δουν όλοι στην αγορά τα ραγισμένα της μάτια, εκείνη την διόλου αμελητέα θλίψη που της αφαίρεσε την παιδική της αθωότητα. Θα΄θελε απόψε να διηγηθεί την ιστορία της σαν πέσει η νύχτα, στους τεχνίτες με τις ορθάνοιχτες καρδιές που δεν είναι τίποτε λιγότερο από τα άνθη της πιο τέλειας, λαϊκής ιστορίας. Να τους πει πως με αυτήν την ίδια λουτροφόρο που απόψε κουβαλά το νερό για το έθιμο της ταφής, έπλυνε κάποτε, μια βραδιά ερωτική, το σώμα του αγαπημένου της. Τώρα μονάχα παρακαλεί τους θεούς να τον φυλάνε από το κρασί και τις σπονδές, τώρα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια πνιγμένη πέτρα στον πάτο του φιλιατρού.
Κάποιος τεχνίτης, μισοχαμένος στο σύθαμπο της νυχτιάς και τις ομίχλες ψιθυρίζει, κοινός πάσι λιμήν Αϊδης την ώρα που η Αλκμήνη μακραίνει με το περιγιάλι και με τις ώρες. Κανείς δεν θα την αντικρίσει ξανά και είναι αλήθεια εκείνο που λένε, πως του λόγου της βυθίστηκε για πάντα μες στο αβέβαιο και το πεπλανημένο του καιρού της.
Αυτή είναι η ιστορία της λουτροφόρου που περιγράφεται στα εγχειρίδια των ταφικών εθίμων. Τα σχέδια και οι διακοσμήσεις της υπήρξαν η τελειοτέρα ιστορία, ωστόσο η μοίρα της είναι πλέον καταχωρημένη μες στα χαμένα στρώματα της πόλης. Το αυριανό αγόρι της μπαλάντας θα πει την αλήθεια, για τον τρόπο με τον οποίο μια λουτροφόρος, καμωμένη για το έθιμο του γάμου, αλλάζει την χρήση της, εξυπηρετώντας εκείνες τις πρακτικές συνήθειες που επιβάλλονται καμιά φορά, θλιβερές και απαραβίαστες στους ανθρώπους. Το αυριανό αγόρι που κάποτε πεθαίνει σε ναυάγιο πέρα στην Τυρρηνική θάλασσα και είναι αδελφός με τις νύμφες και με τα κοκάλινα μάτια των ψαριών και με τους λαμπρότερους στίχους, ξέρει καλύτερα από όλους πως μια στιγμή αρκεί για να γίνει λιγότερο ποιητική μια λουτροφόρος, πως καμιά φορά την ζωή διαδέχονται απέραντοι γκρεμοί . Πως η τραγωδία προσμένει πάντα αναπόφευκτη στο τέλος, καταδικάζοντας ανθρώπους και πράγματα σε ένα καθήκον στενόχωρο, σχεδόν απάνθρωπο, Αλκμήνη.
Απόστολος Θηβαίος