Όχι ονειροπόλοι, απλώς ζούμε ένα διαρκές όνειρο. Η πραγματικότητά μας έχει αποκτήσει μια θολότητα, όπως οι αισθήσεις στην υπναγωγική κατάσταση, πριν έρθει το παρωδικό τέλος που μας βρίσκει κάθε μέρα. Οδηγούμε για ώρες και μας προσπερνάνε αμάξια. Απλώνουμε τα ακροδάχτυλα κι ακουμπάμε γεγονότα, τελείες που τις ενώνουμε και βρίσκουμε νόημα μεταξύ τους, στις φανταστικές ευθείες. Βλέπουμε τους αγαπημένους μας να χάνονται σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες, άλλα διαμερίσματα. Τα σύνορα κλείνουν. Μιλάμε σε κάποια ονειρική γραμμή, ή συναντιόμαστε σε κάποιο ονειρικό δωμάτιο, με καθυστέρηση στις αντιδράσεις, με την φωνή γνώριμη μα όχι ίδια, με το πρόσωπο φωτισμένο παράξενα να φανερώνονται τα πίξελς, να θυμόμαστε πως πρόκειται για μη-πραγματικότητα. Και μιλάμε, βλέπουμε, βλέπουμε τον εαυτό μας να μιλάει, και χαμογελάμε με τους φίλους, με τους παλιούς έρωτες, μεγάλωσαν κι αυτοί, κι όσο μιλάμε ονειρευόμαστε ένα κοινό όνειρο: να βρεθούμε από κοντά και να αγκαλιαστούμε. Μετά ξυπνάμε κι είμαστε ακόμα μόνοι μας. Βρισκόμαστε από κοντά, όμως δεν είναι το ίδιο. Λένε πως στα όνειρα τα πρόσωπα δεν έχουν χαρακτηριστικά, τα φτιάχνουμε εμείς. Κάποιοι πεθαίνουν, και ραίνουμε με αγάπη την φωτογραφία τους σε κάποια ιστοσελίδα, μετά τους βλέπουμε στον δρόμο, ίδιους, μέχρι να μας πλησιάσουν περισσότερο, λίγο πριν χαιρετίσουμε. Έξω απ’ το σπίτι ο ήλιος λάμπει δυνατά ή είναι κρυμμένος, κι αναρωτιόμαστε πώς είναι δυνατόν το ίδιο σκηνικό να αλλάζει τόσο δραστικά από την κίνηση μιας φωτεινής σφαίρας στο στερέωμα, και να αλλάζουμε κι εμείς εξίσου. Και περπατάμε μόνοι μας, πάντα μόνοι μας, για να πάμε στην δουλειά, για να γυρίσουμε από την δουλειά, γιατί στον ύπνο είμαστε πάντα μόνοι. Και ξαφνικά, ακριβώς όπως και στα όνειρα, οι συνθήκες αλλάζουν, και δεν μπορούμε να δώσουμε το χέρι στον γείτονά μας, οπότε προσαρμόζουμε το κοινό μας όνειρο, διότι το μυαλό είναι πανίσχυρο και πλάθει τους κανόνες του αφηγήματος βάσει των νέων δεδομένων, και χαμογελάμε στον γείτονα με νεύμα αντί για χειραψία, και συνεχίζουμε για το σπίτι όπου θα κλείσουμε την πόρτα και θα συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε. Τόσο ακατανόητα, τόσο που μας φέρνει ναυτία, και παραδόξως τόσο γοητευτικά.
Ο Μάνος Αποστολίδης γεννήθηκε το ’93 στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Φαρμακευτική, κι έτσι βιοπορίζεται. Συνέχισε με ακαδημαϊκές (και μη) σπουδές στην Δημιουργική Γραφή. Έχει δημοσιεύσει σε λογοτεχνικά περιοδικά (ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ, Book’s Journal, κ.α.), κι έχει διακριθεί με πρώτη θέση σε διαγωνισμό διηγήματος και διαγωνισμό ποίησης. Τελευταία του δουλειά είναι η μετάφραση του ‘E Unibus Pluram’ του Ντ. Φ. Γουάλας στο Culturebook.gr.
Ιστότοπος: manosapostolidis.com