Τις νύχτες πλάγιαζα νωρίς Τριστάνε μου
Και σε ονειρευόμουν. Οι δρόμοι πλήγωναν
Τα βήματά μου και σε σκεφτόμουν.
Χιόνιζε στο δωμάτιο, το σώμα έπεφτε
Σαν πυρετός.
Το ξέρω πως θα ξυπνήσω αν ανοίξω
Την πόρτ’ αυτή. Τυλίγομαι με χρώματα
Ακούω τα φαντάσματα
Βλέπω το βράχο να επιπλέει
Στο κεφάλι μου
Που μόλις τον χωρά.
Τη θάλασσα να με παιδεύει.
Κι ο ποιητής;
Έσκασε μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο –
Άνοιξε, γέμισε καπνούς. Φούσκωσαν τα ποιήματα
Τον εκδικήθηκαν.
Η ποίηση είναι μνησίκακη.
Θυμάσαι που σου το ‘λεγα, Ρεγκίνα;
Αλέξανδρος Ίσαρης - Οι παρενέργειες της σιωπή - Ύψιλον, 1984