Ευσταθία Τσιγκάνου, «Η Αφή του Κόσμου», Κύφαντα (Αθήνα, 2020)

Η στοχαστική γραφή της Ευσταθίας Τσιγκάνου

 Στο νέο βιβλίο της η Ευσταθία Τσιγκάνου μας παραδίδει τριάντα ποιήματα, τέσσερα μικροδιηγήματά, και δεκαέξι μεταφράσεις ποιημάτων. Έργο οργανικά δεμένο και στοχαστικό, χωρισμένο σε πέντε ενότητες που συνολικά συνθέτουν  το ενσυναίσθητο οικοσύστημα της ποιήτριας.

Η δημιουργός, στα βήματα της προηγούμενης συλλογής της («Το Ξυλόφωνο», Κύφαντα, 2017), πραγματεύεται (ανάμεσα σε άλλα) την αναμέτρηση με το χρόνο, το καθημερινό και την οικιακή σφαίρα, τον έρωτα, την αδυναμία του λόγου και της ποίησης , συνδιαλεγόμενη συχνά με άλλα κείμενα. Αυτό το στοιχείο της διακειμενικότητας  ισχυρό και στην επιλογή των μεταφράσεων που συμπληρώνουν θετικά τη δική της γλώσσα.

Σε διάθεση αναμέτρησης με το χρόνο, ο ποιητικός της λόγος ώριμος, χωρίς ψευδαισθήσεις, με μία λιτότητα που δυναμώνει περιεχόμενο:

«Ξεθωριάσαμε μέσα στο χρόνο που μας παραδόθηκε,
στα άνετα σπίτια μας και τις μικρές δουλειές μας.»
                                                                                                   (Μέρες του Ιούλη 2018, σ. 14)

Ο εσωτερικός χώρος της οικιακής σφαίρας, παρουσιάζεται με ανάλογη λιτότητα, ειλικρίνεια και συγκινητική οξυδέρκεια. Το καθημερινό και τετριμμένο, η επανάληψη και η φθορά, αλλά μαζί η ακλόνητη, κατακτημένη ήρεμη αγάπη της μακροχρόνιας συμπόρευσης:

«Μετά θα ξαπλώσουμε μαζί στα χτεσινά σεντόνια
με σώματα ζεστά και κουρασμένα […]
και με την ίδια τρυφερότητα θα πούμε καληνύχτα.»
                                                                                            (Απόψε πάλι, σ. 22) 

«Κάνεις σαν μαμά, μου είπες
και κοίταξες ψηλά τ’ αστέρια.
Μετά μου έπιασες το χέρι
κι εγώ σου έστρωσα λίγο τα μαλλιά.»
                                                                                  (Αμήν, σ. 23) 

«…θά ‘ θελες να γεράσουμε μαζί;
Γιατί η εναλλακτική εκδοχή […]
μου είναι αφόρητη.»
                                                                                        (Το ζευγάρι, σ. 25)

 

Κοινωνικά ανήσυχη γραφή, κάποια ποιήματα σε τόνο φεμινιστικό:

«Πότε θά ‘ρθει η μέρα εκείνη
που η μαντάμ Μποβαρύ θα φύγει με την ερωμένη της…»
                                                                                                         (Ο πίνακας του κόσμου, σ. 17)

 

«Γυναίκα που σκαλίζεις τις νύχτες τα σκουπίδια […]
κάπου σε έχω ξαναδεί , πολύ παλιά, αδελφή μου,
όταν άνοιξε η πόρτα του παραδείσου
και βγήκες στο λασπωμένο δρόμο,
μια ντροπιασμένη Εύα.»
                                                                                                           (Η πόρτα του παραδείσου, σ. 18)

Κοινωνικά ανήσυχο και το ποίημα «Todesfuge», σε συνομιλία με το ομότιτλο ποίημα του Πάουλ Τσέλαν. Η δημιουργός συνάμα μαρτυρά την αδυναμία του ποιητικού λόγου μπροστά στον πόλεμο αλλά και επιμένει να ελπίζει στην αντοχή του πρώτου.

“Τολμάς  να μου λες πως οι λέξεις κάνουν α ντίσταση;
Μετρούν μονάχα τους πνιγμένους.
Τρεις άνδρες,
πέντε γυναίκες,
έξι παιδιά.
Και όμως ελπίζουμε ακόμα πως ο ποιητής του Άουσβιτς έκανε λάθος
και πως οι λέξεις αντέχουν.”
                                                                                  (Todesfuge», σ. 15)

Η γλώσσα της Τσιγκάνου κατά βάση λιτή, άλλοτε λυρική, με κάποιες εικόνες όμορφα απτές («μυρωδιά του ιδρωμένου ψωμιού», σ. 33) και παρηχήσεις («Πέρα από τον πόθο πάθος θείο», σ. 44 / «Μωρές παρθένες μέρες», σ. 14).

Το σύνολο συμπληρώνουν θετικά οι μεταφράσεις της ποιήτριας, τόσο ως επιλογή (που προσθέτει νοηματικά στη συλλογή), όσο και γλωσσικά (μεταφραστικός λόγος καλά δουλεμένος και προσβάσιμος). William Carlos Williams, Dylan Thomas, Wislawa Szymborska, Kaylin Haught, Yosano Akiko, Emily Dickinson, μερικά από τα ονόματα που θα βρείτε.

Καταληκτικά, η δημιουργός με λόγο στέρεο και ώριμο, στωικό και συμφιλιωμένο, πραγματεύεται με ενσυναίσθηση και συγκινητική ειλικρίνεια το υπαρξιακό και το κοινωνικό, το μικρό και το μεγάλο. Ποίηση, τελικά, γαλήνης με τον «παράδεισο» και την «άβυσσο» που έχουμε μέσα μας (σ. 31).

Μαριάννα Πλιάκου
Guernsey, Μάρτης ‘21