Τὸ πρωὶ
βλέπεις τὸ θάνατο
νὰ κοιτάζει ἀπ᾿ τὸ παράθυρο
τὸν κῆπο
τὸ σκληρὸ πουλὶ
καὶ τὴν ἥσυχη γάτα
πάνω στὸ κλαδὶ
(Η δύσκολη Κυριακή)
Σε μια νεκρολογία συνάντησα το πικρό ποίημα του ινδάλματός μου. Όλα ισοδυναμούν εκεί μέσα με νύχτα γρατζουνισμένη, πώς να σας μιλήσω. Ο θάνατος είχε σκεπάσει το είδωλο και τα έργα του για τα καλά και μόνο κάτι σκόρπιες προσωδίες κρατούσαν ζωντανή την ανάμνηση εκείνου που ποτέ δεν γνώρισα. Ο συντάκτης κάποτε επισήμανε την λαμπρή, ποιητική γλώσσα, την απλουστευμένη. Διέκρινε το παρόν που συστρέφεται, την μόνωση που γίνεται κομμάτι μες στην φαντασμαγορία του κόσμου, στο τέλος ένα εγκαταλειμμένο παιχνίδι. Σταδιακά, η υπόθεση της νεκρολογίας αντικαταστάθηκε από την ένταση των στίχων που χτυπούν στις οροφές της καρδιάς μας, βάζοντας στην θέση της σελήνης του Λεοπάρντι μερικούς απελπισμένους στίχους με βέβαιες, σκληρές αιχμές, βαγόνια που διέρχονται από τις καρδιές μας. Ο συντάκτης χάθηκε, φορώντας το κοστούμι ενός τρελού λαγού και κομματιάστηκε μες στα σύρματα και τα ναρκοπέδια που ΄ναι συνήθως διάσπαρτα και εγκαταλειμμένα. Σε μια παράφορη παράγραφο ο συντάκτης θυμάμαι αβέβαια, μνημόνευσε την Έλενα Βάιγκελ, ανασύροντας από το παρελθόν μια ακλόνητη εντύπωσή της. Για την ακρίβεια, φέρνοντας στα χείλη του τα λόγια που ταιριάζουν περισσότερο στο σχήμα ενός ποιητή, συλλογιέται την Έλενα σαν νεκρός εραστής της, όταν παραδέχεται, πως η δημιουργία έχει να κάνει με την λήψη αποφάσεων και στοχεύει σε ένα προσωπικό όραμα, στον δικό μας εφιάλτη. Ο δρόμος του Μ. Σαχτούρη δεν είναι άλλο από την απόφασή του που διακρίνεται μες στους στίχους και μες στα ποιήματα.
Μέσα στὸν τάφο μου
Περπατῶ ταραγμένος
τ᾿ ἀπάνω κάτω
τ᾿ ἀπάνω κάτω
(Εκτοπλάσματα)
θὰ κάτσει στὸ πικρὸ καφενεῖο
νὰ πιεῖ τὸν καφέ του
κι ὕστερα πάλι
σὲ λίγες μέρες
ἥσυχα θὰ πεθάνει
(ὁ νεκρός)
(Ο Νεκρός τις γιορτές)
Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας Καίσαρας φορτωμένος τα σάπια φύλλα της ιστορίας και λαμπερά ποιήματα, συνέχισε ο συντάκτης. Προτού χαθεί πρόλαβε και έφτιαξε ανθοδέσμες αντιγράφοντας τις φλέβες των πραγμάτων που εντείνονται, που συστέλλονται και πάλι καταστρέφονται, κερδίζοντας από την μνήμη και τον εφιάλτη τα πιο σπουδαία, δομικά του υλικά. Η δική του ζωή δεν θυμίζει βιργιλικό όνειρο, το πέρασμά του από τα στενά της πόλης, υπήρξε μια εκκωφαντική σημασία γεμάτη σπάνιους χρωματισμούς και φωτισμούς που ως τότε ποτέ δεν αντίκρισε η ελληνική ποίηση.
Ίσως ο συντάκτης της νεκρολογίας, ίσως ακόμη και ο ίδιος ο ποιητής να ΄χε διακρίνει πως αυτό το τρομερό που τροφοδοτεί τα ποιήματά του, δεν είναι άλλο από την αφετηρία της πιο γνήσιας ομορφιάς.
ἡ Σοφία εἶναι μία συσκευὴ
ποὺ ἔσπασε
πιὰ δὲ λειτουργεῖ
(Η Σοφία)
Έπειτα ο συντάκτης πρόβαλε μερικές διαφάνειες με ποιήματα και φωτογραφίες του αδυνάτου. Είπε, η επίκαιρη μουσική του ζωντανεύει τους παλιούς αραμπάδες και το τσούρμο των παράξενων και των κυνηγημένων που διασχίζει πάντα τις στροφές των ποιημάτων του Μίλτου Σαχτούρη, δεν ισοδυναμούν με την απλή φαντασία που εντοπίζει τις μυστικές σχέσεις των πραγμάτων. Ο ποιητής δουλεύει πάνω στο μοντάζ της πόλης αναπαράγοντας μια σκηνογραφία που κανένας ηθοποιός και κανένας σκηνοθέτης δεν είδε. Ο λόγος του σε αντίθεση με όσα πιστεύουμε, γεμάτος από την μυθολογία της ζωής που ξοδεύεται μες σε έναν έξαλλο αιώνα, αφήνει λίγο φως σε εκείνα τα τυφλά χέρια που ακόμη και σήμερα παραγγέλνουν στους ανυποψίαστους αναγνώστες τις πιο πικρές αντηχήσεις. Ο κόσμος δεν θα΄ναι ποτέ ηρωικός, ποτέ αισιόδοξος, μόνον μια βιβλική σκηνή που ανέχεται πένητες και λαθραίους και όσους μιλούν την φίνα εσπεράντο του πικρού Ορέστη. Το τρενάρισμα της νύχτας κουβαλά εδώ και χρόνια κάτι από τον Μίλτο Σαχτούρη που επανέρχεται με ένα σπουδαίο επώνυμο, με μια κληρονομιά βαριά, στοιχηματίζοντας όλα του τα ποιήματα στο αιμάτινο των ημερών. Διακεκομμένα ουρλιαχτά τον φωτίζουν μες στην τρομακτική, ποιητική ποιότητα του καιρού του, εκείνον, μια όψη beat αντιήρωα μες στους κόλπους της αθηναϊκής Βαβέλ.
Βούρκωναν τὰ μάτια του ὁ τρελὸς λαγὸς
πρήσκονταν ἡ γλώσσα
βόγγαε μαῦρο ἔντομο ὁ τρελὸς λαγὸς
θάνατος στὸ στόμα
(Ο Τρελός Λαγός)
Η αξία του είναι κάτι περισσότερο από ηθική, δεν προσβλέπει σε καμιά κάθαρση. Η Παρθένος του φέρει κατάμαυρο πρόσωπο και κάθε φορά που ξεμυτίζει θεμελιώνει από την αρχή πράγματα ανεξήγητα, όπως εκείνη την μαύρη πεταλούδα του μοναστηριού του Πόρου. Φήμη έξω από την ιστορία, που δεν επαληθεύεται σε αυτό το δίχως όφελος σημείωμα. Η αξία του τιμολογείται απόψε στα στενά της Κυψέλης, πίσω του, μέσα του, παντού μια ατμόσφαιρα θάλασσας καλοκαιριού και ερημιά. Ο ποιητής δεν γυρεύει αποδείξεις, όπλα του η φαντασία και οι ενδείξεις της βαθιάς ομορφιάς του κόσμου. Για αυτό και ο Μίλτος Σαχτούρης προβάλλει απόψε ως έκπληξη επί το πολύ πέλαγο της ελληνικής ποίησης.
Ο Μίλτος Σαχτούρης αντιβαίνει προσωπικά και μοναχικά αυτήν την αρχή που θέλει τους αιώνες, τίποτε να μην θυμούνται, τίποτε. Δεν ήταν ποτέ μονάχα ψίθυρος ήταν μια ολόκληρη, ποιητική πόλη στο μέσον του χειμώνα. Δεν θα μπορούσε να σιωπήσει. Βύθισε το άλπινστοκ του στην άσφαλτο της Αθήνας, δεν μάκρυνε από τον στόχο του, θαύμασε το κορίτσι και το τραύμα ως παράγωγα της ζωής, τόσο τα αγάπησε για αυτό και οι στίχοι του πλησιάζουν ότι νιώσαμε για τρομερό. Πολλά σπίτια στίχοι παραμένουν κλειδωμένα στον λαιμό του, θα΄ναι βέβαιο.
τὸ χαρούμενο κηπουρὸ
τὸ ἀληθινὸ αὐτοκίνητο
τὰ φιλιὰ μὲ τὸ ἀληθινὸ ζευγάρι
(Το πρωί και το βράδυ)
κι αὐτὴ μ᾿ ἕνα μαχαίρι ἔκοβε καὶ μοίραζε
κομμάτια γνήσιο οὐρανὸ
κι ὅλοι τώρα τρέχαν σ᾿ αὐτή, λίγοι πηγαῖναν στὸ ψωμί,
(Το Ψωμί)
Οι φίλοι θα πουν, όλα τα παραπάνω είναι αδύναμα σινιάλα απομονωμένων περιοχών. Θα γίνουν σκόνη, πρόσεξε, θα γίνουν σκόνη μαζί σου τα λόγια και οι λέξεις που κατατέθηκαν επί ματαίω σε τούτο εδώ το αδόκιμο πόνημα. Οι φίλοι θα πουν, γιατί γράφεις στίχους που δεν θα ωφελήσουν κανέναν, που δεν θα αφήσουν κανένα σημάδι στους δρόμους και τα πρόσωπα. Ο Μίλτος Σαχτούρης είναι κιόλας μια ολόκληρη, αναμνηστική φιλολογία και ούτε στο ελάχιστο δεν μπορούμε να νιώσουμε τα ελατήρια που τον ώθησαν να τραγουδήσει από τα βάθη του Ορυχείου του, γυρεύοντας τον γλιτωμό ή το μοίρασμα, κανείς δεν γνωρίζει πια. Για εκείνον άλλοι έχουν μιλήσει, κηλιδώνοντας τον ποιητικό ορίζοντα με τα ποιήματά του.
Τίποτε δεν θα πω. Οι φίλοι έχουν πάντα δίκιο και τα τετράδια έχουν την μοίρα του κλεισμένου κόσμου. Γι΄αυτό την επόμενη φορά που θα δεηθώ για την σωτηρία της ψυχής και για άλλα πονήματα που ίσως να αγαπώ, ίσως και να έχω χάσει, θα φυλάξω έναν λογισμό για τους ποιητές που πεθαίνουν τρομαγμένοι, γυρίζοντας ανάποδα τους λεπτοδείκτες, φαρσέρ του αυταπόδεικτου. Θα ανάψω ένα κερί τρεμάμενο πλάι στ΄άλλα και εμπρός μου θα χάσκει λέει, η μεγάλη της ψυχής μου Σαρακοστή που τραγούδησε ο Σαχτούρης, πικρό ισοδύναμο του Μπος και του αιώνα του. Εντός του, είπαν οι φίλοι, φυλάσσεται ως τιμαλφές η μεγάλη παράδοση της άνοιξης όπως την θυμάμαι στις μαγικές ακροναυπλίες του Νίκου Καρούζου. Άλλους ποιητές να με αφοπλίζουν απόψε, δεν θα θυμηθώ.
Απόστολος Θηβαίος