Απόστολος Θηβαίος | Βραδιασμένη Ελένη

© Luigi Ghirri

Εκδοχή επάνω στον μύθο της ωραίας Ελένης
που με πέπλο δωρικό και με μακρύ απόπτυγμα
ψιθυρίζει αιώνες τώρα,
το τραγούδι της άδολης,
της ποταμίσιας αγάπης
από μια άκρη
του κόσμου

 

(Εσωτερικό αίθουσας παλατιού. Ίσως μια δυο ζωγραφιές εντυπωμένες σε τεράστιους μουσαμάδες φροντίζουν το φόντο. Τραπέζια, καρέκλες, θύρες, όλα διαθέτουν το χάρισμα κάποιου καιρού. Μάλιστα αν μπορούσε κανείς να ρωτήσει τους έκπληκτους θεατές θα λάμβανε την απόκριση πως ολάκερο το μυστήριο του θεάτρου εκπληρώθηκε με αυτήν μονάχα την αλλοτινή σκηνή. Οι συνδαιτημόνες μιλούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, φορούν κατακόκκινους και γαλάζιους μανδύες με πόρπες και καρφίτσες από ατόφιο χρυσό. Οι τοίχοι της αίθουσας φέρουν ξύλινη καλύπτρα ως επένδυση, υπομνηματίζοντας τα νεκρικά έθιμα ενός κάποιου καιρού. Στις κεφαλές του τραπεζιού ένας άνδρας και μια γυναίκα εξαίσιας ομορφιάς. Ίσως για αυτήν να γράφτηκαν τόσα ποιήματα και τόσοι στίχοι, ίσως μια νύχτα που νικηθήκαμε μες στο παιχνίδι της αγάπης, να΄ταν αυτό το κορίτσι η πιο βαθιά μας αιτία. Κανείς δεν θα το μάθει, ωστόσο πάει καιρός που ΄χει ξεθωριάσει η νιότη από τις παρειές της. Τώρα πια κανένα πλοίο εκεί έξω δεν λέει το τραγούδι της και το μεθύσι του πολέμου έχει σωθεί. Η Τροία για εσάς που ρωτάτε, η αληθινή Τροία βυθίζεται κάθε νύχτα δυο τρία δάχτυλα και για την Ελένη κανείς δεν ρωτά στα καφενεία και τους σταθμούς. Πάει όλα τέλειωσαν.

Ο άνδρας μιλά, καθώς οι καλεσμένοι του επιδίδονται σε ένα αμάρτημα, θανάσιμο πολύ. Φορά ένα λονδρέζικο κοστούμι και είναι περιποιημένος, καπνίζει με τρόπο, η ρίζα του δεν μπορεί, θα΄ναι υπόθεση βασιλική. Η γυναίκα απέναντί του φορά μια καλοδουλεμένη τουαλέτα με  στρας και μια λεπτή απόχρωση στο φάσμα του αμέθυστου. Κοιτάζονται νευρικά μα οι καλοί τρόποι δεν τους επιτρέπουν να ρίξουν όλα τους τα χαρτιά στο τραπέζι. Είκοσι αιώνες σιωπηλοί, με πόζες φτιασιδωμένες, συνήθισαν πια την εκδοχή της δικής τους αγάπης. Τα ονόματά τους Μενέλαος και Ελένη, τίποτε λιγότερο.)

Μενέλαος (με ύφος ακριβοπληρωμένου σταρ) Δεν θα μπορούσατε να φανταστείτε τι μέρος ήταν εκείνο. Τα τείχη θεωρούνταν απροσπέλαστα μα είχαμε στο πλευρό μας τους θεούς.

Ελένη (μιλά με μια διπλανή της) Λένε πως ακόμη ταξιδεύει, πως ακόμη πληρώνει εκείνα τα επτά, ερωτικά χρόνια.

Γυναίκα Καημένη Πηνελόπη, βορά στου ωκεανού του αγριωπές ροές. Άραγε θα επιστρέψει; Κάποιος κυκλοφόρησε το νέο πως χάθηκε μες στα δάση των λωτοφάγων, μα όλα φαντάζουν φήμες ανυπόστατες. Άκου λωτοφάγοι, θε μου τι θα γινόμαστε αν παύαμε να θυμόμαστε, τι; (σαστίζει μονάχη της και κρύβει από ντροπή το πρόσωπό της.)

Ελένη (με την σοφία εκείνης που γνωρίζει μες στα μάτια) Οι καλοί θεοί είπαν πως κάποτε θα επιστρέψει στο νησί του. Δεν θα΄ναι εύκολο, μα υπάρχουν ακόμη χαρές που του χρωστά ο κόσμος.

(Τα φώτα ξανά στον Μενέλαο.)

Μενέλαος Ίσως ήταν εκατό και βάλε, μα το σπαθί διαθέτει δύναμη πρωτόφαντη. Μας είχαν κυκλώσει (καπνίζει μες στην σιωπή το πούρο του) και ούρλιαζαν πως ήρθε το τέλος μας.

Ελένη Αγάπη μου, αγάπη μου, δεν είναι λόγια ετούτα για γιορτή.

Μενέλαος (κάπως ενοχλημένος με τους φίλους στο μέρος του) Και όμως αυτά είναι ο πόλεμος Ελένη. Γυρεύει αίμα, το παίρνει, γυρεύει καημό, τον σπέρνει. Αν κάτι τον ομορφαίνει είναι ο σκοπός ο υψηλός που σπρώχνει κάποιον στις Αχερουσίες. Εσύ δεν ξέρεις από τέτοιους σκοπούς. (στο βλέμμα του λάμπει η συνενοχή)

Ελένη Το ξέρω καλέ μου πως σε πήραν τα χρόνια και η νιότη σου ξοδεύτηκε στην αυλή της Τροίας. Όμως τώρα πια ο πόλεμος πέρασε, πάει, έτσι δεν είναι;

Μενέλαος (την κοιτάζει με ύφος) Ναι, βέβαια Ελένη, ο πόλεμος πέρασε, πάει. Σήμερα γιορτάζουμε, ποιος γνωρίζει τι είναι αυτό που γιορτάζουμε, όμως ο πόλεμος πέρασε, πάει, κατηφορίζει με το νερό και με το κρασί στον κάτω κόσμο. Κανείς δεν ανησυχεί Ελένη πια. Οι μαντόνες και οι εσχατιές βρήκαν την θέση που τους αξίζει. (κοιτάζει με ύφος απαξιωτικό)

Ελένη Έχεις μεθύσει, δεν ξέρεις τι λες αγάπη μου. (απευθύνεται στους καλεσμένους που κοιτάζουν με βλέμμα διερευνητικό και αδιάκριτο να ξεχωρίσουν την αμηχανία της) Καμιά φορά οι άνδρες γίνονται μικρά παιδιά, τους αρέσει να παίζουν το παιχνίδι των Στρατηγών. Ω, οι άνδρες λατρεύουν τις σκοτεινές μαρτυρίες, αν δεν είχαν γεννηθεί εδώ κάτω θα ζητούσαν να γίνουν ήρωες, μα η μοίρα τους συνιστά μια γνώριμη μελωδία. Ας πούμε, ένα κλασσικό, μαιανδρικό, άνθιμο μοτίβο πολυφορεμένο, τι τα θες;

Μενέλαος (ξεσφίγγει το παπιγιόν του, με μια κίνηση σκορπάει όλα τα πράγματα, οι καλεσμένοι ταράζονται, οι υπηρέτες, οι φρουροί τρέχουν, από το δίπλα σπίτι ανάβουν τα φώτα της βεράντας, το πρίμο αγέρι που χαϊδεύει τις νύχτες σώνεται και πάει. Κάποιος αξιωματούχος, εμφανίζεται με έναν λοξό αορτήρα, κάτι ρωτά και πάει και στέκει πλάι στην Ελένη που απορεί.) Το ξερες εσύ (μιλά στον φρουρό) πως ο πόλεμος τέλειωσε; Και όσοι χάθηκαν σε εκείνα τα φριχτά χρόνια, τίποτε δεν σήμαιναν. Λοιπόν, αν δεν το ΄ξερες, μάθε το πώς οι φίλοι εκείνου του καιρού έφυγαν μάταια, μάταια, μάταια! (ο φρουρός κοιτάζει την Ελένη και ακουμπά την λαβή του ξίφους του.)

Ελένη (αποφασιστικά, δίχως να φοβάται) Για σένα, λοιπόν όχι; Έχεις ακόμη το κουράγιο ακριβέ μου; Θα΄θελες να ήσουν εκεί, κοντά στους δικούς σου ανθρώπους; Να σου πω ένα μυστικό, τα καράβια σου είναι από καιρό έτοιμα, με πλήρωμα και προμήθειες. Οι ναύτες τους γνωρίζουν τον προορισμό σου ακριβέ μου, δεν θα χρειαστούν κουβέντες και συνεννοήσεις.

Μενέλαος (υπογράφει κάτι χαρτιά, με τρόπο λέει στους καλεσμένους πως η αποψινή γιορτή πάει, έληξε. Μέσα από την αίθουσα αποχωρούν εκείνες οι χορτασμένες φιγούρες) θα΄ναι καλύτερα αν μείνουμε οι δυο μας. Ο νους της είναι ταραγμένος και έχει ψυχή σπασμένη. Ίσως υπάρχει εκεί έξω βοήθεια για τις χαμένες καρδιές σαν της Ελένης. (κάπως έτσι αποχαιρετά τους καλεσμένους, κάνοντας θρύψαλα την αμηχανία της στιγμής)

Ελένη (λύνει τα μαλλιά της και ανασηκώνεται από την θέση της, βαδίζει αργά προς την πλευρά του Μενελάου. Γύρω της τα πουλιά και οι άνθρωποι φτερουγίζουν σαν κάτι να γυρεύουν από την παλιά υπόθεση της ύπαρξης. Επιστρατεύει όλο τ΄απόθεμα της ομορφιάς και αν δεν πιστέψετε εκείνους που ισχυρίζονται πως πλάσματα σαν του λόγου της γεννήθηκαν πέρα στις πηγές της φαντασίας,  λάθος μεγάλο θα έχετε κάνει. Θυμίζει αρπακτικό ζώο και στα μάτια της διαθέτει σπάνια λάμψη. Αυτή δεν είναι της γλώσσας, είναι του κορμιού της η ευφράδεια.) Με μισείς αγάπη μου. Μα νιώθεις πως από το τίποτε κρατιέσαι όταν δεν με αγαπάς, έτσι δεν είναι; Μες στην αβεβαιότητα και την πλάνη του κόσμου, εσύ, μόνο εσύ κατέχεις το πιο σπάνιο δώρο, έτσι δεν είναι; (και όλο πλησιάζει τον άμοιρο Μενέλαο) Ξέρω, ξέρω ακριβέ μου, ολάκερο το βάρος της ζωής έπεσε στους ώμους σου, έτσι δεν είναι; (τώρα είναι γύρω του, πλάι του, σαν στίχος τζαζ τραγουδιού) Δεν υπάρχουν τραγούδια δίχως δυο δάκρυα στην κόψη του ρεφραίν.

Μενέλαος (σαστισμένος, κάθιδρος, έχοντας πια απωλέσει την όποια αυτοκυριαρχία του) Δική μου Ελένη, μόνο δική μου. Πες μου πως δεν τον σκέφτεσαι ακόμη, πως μπήκε ανάμεσά σας μια θάλασσα, πως ο χρόνος έδειξε στους δυο μας,  το πρόσωπο της ελεημοσύνης. Πως με λυπήθηκε η ζωή πες μου Ελένη, πως την καρδιά μου Ελένη δεν απειλούν πια τα ολόγυμνα εγχειρίδια πες μου, Ελένη, πες μου!

(Μα εκείνη γελά, αγκαλιάζει τον φρουρό που φέρει επί της περικεφαλαίας ιέρακα εντός κυανού πεδίου επί χρυσού όρους, καθώς οι ιππότες της γιό στρας. Εκείνος σαστισμένος αφήνει την λαβή του ξίφους του, ετούτο δεν είναι άλλο από της ομορφιάς το βαθύτατο μυστήριο που επιβάλλει την μοίρα και το φέρσιμο. Ο Μενέλαος γονατίζει εμπρός της, όλη του η αξιοπρέπεια λογαριάζεται πια χαμένη, οι σερβιτόροι τρέχουν, δίχως να κοιτάζουν, μια θεραπαινίδα σβήνει τα κεριά στους τοίχους, η πλατεία σωπαίνει και η σκηνή ανακτά ένα σκιερό και απόκοσμο ύφος, τι ώρα θε μου, τι ώρα! Ο Μενέλαος πλησιάζει με πόθο την Ελένη, αρπάζει το φόρεμά της, μερικά στρας σωριάζονται νεκρά πάνω στο ψηφιδωτό με την ιστορία των θεών, όλο το παλάτι το΄χουν κατακλύσει τα πιο βαριά αισθήματα. Ο φρουρός συνοδεύει την Ελένη, απωθεί τον Μενέλαο και η τραγωδία προσμένει αναπόφευκτη στο τέλος των αιώνων. Η Ελένη χάνεται μαζί με το χρονικό της.)

¥

Το όνειρό μου το διέκοψαν οι φωνές ενός κοριτσιού. Κάποιος του΄γνεφε από την είσοδο του γαλάζιου μου στενού όσο εγώ γύρευα το τραπέζι, τους καλεσμένους, τον ιέρακα επί του χρυσού όρους, την Ελένη, τους ύπνους. Εκείνος ο κάποιος κρατούσε μια λεπίδα κάτω από το παγωμένο μισοφέγγαρο.

Το κορίτσι κάνει ένα βήμα, κάποιος την αρπάζει και τρέχουν, τρέχουν, τρέχουν σαν το ποτάμι που τ΄άρπαξε όλα και τώρα χάνεται. Εκείνος με το μαχαίρι τρέχει ξωπίσω τους, σε λίγο ακολουθούν μερικοί αξιωματούχοι, όλοι με λεπίδες και άγρια πρόσωπα, πιστοί στην προσωδία της ζωής. Ακούω τα βήματά τους που ξεθωριάζουν, μα εγώ εντός μου παρακαλώ τον θεό, τρέξε Ελένη, τρέξε γίνε άνεμος αιώνιος και άνθος της πιο τέλειας ιστορίας. Σε τίποτε δεν θα ωφελήσει, μα αν δεν ήταν αυτή η Ελένη με την τόση της ομορφιά, ο έρωτας στον κόσμο μα και σε τούτο το στενό, θα΄χε πια οριστικά χαθεί. Ας ελπίσω πως εκείνος ο άνθρωπος δεν θα την πιάσει στα χέρια του την Ελένη, πως την πιο κρίσιμη στιγμή κάτι θα νιώσει για την ύπαρξη την δική του, την δική της, πως ο θάνατος δεν αγοράσει τούτο τον κόσμο απόψε.

Απόστολος Θηβαίος