Απόστολος Θηβαίος | Discorso

© Jaromír Funke

Βασισμένο στα σημεία
αυτού του καιρού
Και
Τις μνήμες του
τις πλέον εκλεκτικές

 

Στην έξοδο του στενού μου άνοιξε χθες ένα κατάστημα πώλησης τηλεοράσεων. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν με όλες τις επισημότητες. Οι φίλοι ευχήθηκαν καλές δουλειές, οι πωλητές φρόντισαν για την διασκέδαση των καλεσμένων και για την ακρίβεια, ετοίμασαν ένα πολύ χαριτωμένο σκετς. Ήταν λέει τα κορίτσια ντυμένα τα μπακιρένια τους φουστάνια. Και καθώς περνούσαν έξω από το μαγαζί τα αγόρια, ντυμένα με τις χαρακτηριστικές γκρίζες στολές τους, ξεχύθηκαν στον δρόμο. Τι χορός, τι χαμόγελα, ίσως κάποιοι να ερωτεύτηκαν αληθινά, ποιος ξέρει; Συμβαίνουν αυτά στις τηλεοράσεις. Το πλήθος δεν σκόρπισε παρά μόνον σαν σήμαναν μεσάνυχτα. Κάπως μεθυσμένοι και ανακουφισμένοι που τακτοποιήθηκε μια τέτοια εκκρεμότητα έγιναν καπνός μες στην νύχτα που στάλαζε μεταβάλλοντας τις γεωμετρίες και τα χρώματα. Μα αυτό δεν είναι καθόλου σπουδαίο. Εκείνο που έχει σημασία είναι πως μια νύχτα άπλετος χρόνος εστί και έτσι όταν όλοι σκορπίσανε πια, πήγα και στάθηκα εμπρός από την βιτρίνα. Οι δέκτες έπαιζαν σκόρπια προγράμματα, έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, ειδήσεις, ένα χορευτικό υπερθέαμα ιταλικής προέλευσης, μια λυπημένη κοπέλα με σημαδεμένο πρόσωπο που δεν την ωφέλησε σε τίποτε αυτή η βρώμικη ζωή. Ξαφνικά όλοι οι δέκτες συγχρονίστηκαν και ένας καλοβαλμένος κύριος με φόντο την σπάνια ξυλεία του Όρεγκον πήρε να μιλά. Δεν ήταν αμήχανος και ίσως η δήλωσή του να ΄χε αληθινή σημασία. Ωστόσο, το παρουσιαστικό του μου θύμισε τους εξομολογητές που κρατιούνται ανέκφραστοι εμπρός στα πιο αποτρόπαια μυστικά. Ο Χανς, ο καινούριος μου συγκάτοικος, ένας ευγενικός νέος με αδύναμη ψυχή και ύποπτες συνήθειες, ήρθε και στάθηκε στο πλάι μου και αυτό δεν είναι καθόλου λίγο να ξέρετε. Κοίταξε για ώρα τις εκφράσεις του καλοβαλμένου κυρίου και έπειτα πήρε να τις μιμείται με στόμφο και ομολογουμένως, εξαιρετική δεινότητα. Λίγο μετά, ο κύριος εξαφανίστηκε και οι οθόνες φόρεσαν ξανά τις παλιές τους στάμπες. Κάπου το σέντερ φορ σκοράρει και ο πρώτος του χορευτικού θιάσου επιδίδεται σε ξέφρενες φιγούρες. Σε κάποιον τόπο, ένας άνδρας μιλά για την ζωή του, με φόντο παλιομοδίτικους στρατώνες. Στο στήθος του φορά παράσημα και έχει ένα μάτι γυάλινο σαν στίχος κοριτσιού που χάθηκε στα πρώτα του νιάτα. Ο Χανς τον περιφρόνησε και ήπιε από την μποτίλια του. Έπειτα, σαν να εκτελούσε κάποιο καθήκον στράφηκε στο μέρος μου.

Χανς Θέλει χάρη το γυαλί, να το ξέρεις φίλε μου. Θυμάσαι τον κύριο που μιλούσε με ύφος γεροντικό; Ε λοιπόν, να το ξέρεις πως οι τρόποι του μόνο τυχαίοι δεν είναι. Πάει να πει, θέλει αρκετή προετοιμασία ένα τέτοιο εγχείρημα. Δεν επιτρέπονται τα λάθη, οι δισταγμοί, μια αλλαγή στις κινήσεις μπορεί να πληγώσει ανεπανόρθωτα ολάκερη την προσπάθεια. Και τώρα, θα μου πεις, πού στο καλό κάποιος σαν εμένα γνωρίζει παρόμοια κλειδιά. Πάει καιρός καλέ μου φίλε, τόσος που η μυρωδιά του ροδάκινου και της σάρκας σώθηκε. Τέτοια πράγματα κατοικούν στους κήπους κάποιας νοσταλγίας, δεν κάνει να μιλούμε για αυτά. Το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις για μένα είναι πως όσα σου λέω απόψε τα κατέχω πέρα ως πέρα.

Ήπιε και άλλο από το φτηνό πιοτό του, γύρεψε κάτι ανάμεσα σε αυτά τα παλιόρουχα που σέρνει μαζί του.

Χανς Εδώ είμαστε! Κοίτα σακάκι, κοίταξε ύφασμα, κόψιμο, γυαλάδα. Όλα αυτά μαζί κάνουν το δεύτερο μυστικό. Λίγη ομορφιά και αξιοπρέπεια δεν κοστίζουν τίποτις και μάλιστα κάνουν να φαίνεται πιο σοβαρό και δικαιότερο εκείνο που ισχυρίζεται κανείς.

Ο Χανς ανέβηκε σε μερικά χαρτόκουτα. Γύρω του τα αρχικά JVC γέμιζαν το τοπίο, πίσω οι δέκτες περνούσαν από πρόγραμμα σε πρόγραμμα, έχοντας χάσει πια την αυτοκυριαρχία τους. Καλά το΄πε εκείνη η πικρή ποιήτρια πως τρία μόνο γράμματα κάνουν την αγάπη. Εκείνος ο νεαρός κύριος δεν ξαναφάνηκε. Ίσως να μην ήταν αληθινός, ίσως να μας μιλούσε από κάποιο ναυάγιο πέρα στις τυρρηνικές θάλασσες, ποιος το γνωρίζει. Το πιοτό του Χανς σώθηκε και όλα όσα μέχρι πριν φάνταζαν ποιητικά, τώρα πέρασαν στην σκληρή κυριολεξία.

Χανς Το στοίχημα είναι να διαθέτεις οικονομία στα λόγια και το ύφος. Πρώτα θα κοιτάξεις με ξεκάθαρο βλέμμα το κοινό σου. Αυτό ίσως κρατήσει μερικά δευτερόλεπτα, ωστόσο η ένταση της αγωνίας μόνο καλό θα κάνει στον σκοπό σου. Και έπειτα, προφασιζόμενος μια τρυφερή φροντίδα για τις κυρίες μπορείς να ξεστομίσεις τα λόγια του άπιαστου χρόνου. Αν τηρηθούν οι κανόνες, αν λέω αν, τότε αυτή η σιωπηρή σύναξη θα ΄χει σαφές και χρήσιμο αποτέλεσμα. Ας το προβάρουμε. «Κυρίες και κύριοι, αξιότιμοι πολίτες, σεβαστοί δικαστές, είμαι εδώ για να εγγυηθώ την ασφάλειά σας. Ίσως να δυσπιστείτε τούτη την ώρα, όμως μάθετε πως  παραμένετε το λαμπρότερο υπόδειγμα. Εγώ και οι παράγκες του στρατώνα σείονται, εγώ και όλα όσα χρειάζεται η ζωή πυκνώνουν στους εξαίσιους τρόπους του κυρίου. Ο Χανς, δηλαδή εγώ πανηγυρίζω μερικά κορμιά πιο πίσω, τινάζομαι για να με δει, να μην πει πως δεν ήρθα, πως δεν τα κατάφερα. Αυτοί πάνω κάτω φαντάζουν οι καλύτεροι κανόνες που μπορεί να διδάξει κάποιος σε εκείνον που αναγκάζεται μες στο γύρισμα της ζωής σε κάποιους να απευθυνθεί. Δεν είναι λίγο όλο αυτό, ειδικότερα αν συλλογιστεί κανείς την τρικυμιώδη βιογραφία της Ντόροθι Ντόνοβαν Χέιλ που προσπέρασε τις δεκαετίες και μια νύχτα καλοκαιριού, – ω κύριε Σαίξπηρ μας κακομαθαίνετε!. Την Ντόροθι που στάθηκε καλή φίλη μα χάθηκε σκορπώντας Ίκαρους από το στόμα της

Εδώ χωρά μια μικρή παύση και ίσως δυο διακεκομμένα χαμόγελα από την πλευρά του Χανς που ΄χει πια από καιρό απωλέσει κάθε δεσμό με την πραγματικότητα εκεί έξω.

Χανς Ένα διάγγελμα οφείλει να διαθέτει πίστη, ελπίδα, αναγνώριση, διά τους κόπους των πολιτών. Ωστόσο όλα μπορούν να πάνε στράφι αν κανείς συλλογιστεί πως ο καλός κύριος αποτυγχάνει και σε μια ξαφνική ροπή του ανέμου -ποιος ανοίγει τα παράθυρα!, αστυνομία!-, όλα τα τρυγάει το όνειρο, όλα. Ίσως και η σκληρή αυτή κυριολεξία, εσύ ξέρεις για τι πράγμα σου μιλώ.

Ο Χανς είναι κιόλας ντυμένος με το καλό του σακάκι. Αν κάποιος κατορθώσει να σώσει την ποίηση, θα είναι ο ίδιος που έζησε μια ολότελα, ποιητική ζωή. Μαζί του όλα θα αντέξουν, γεφύρια, έρωτες, πλαστικά, ελαστικά, παλιοσίδερα, ναι παλιοσίδερα.

Χανς Ένα διάγγελμα πρέπει να έχει την συνέχειά του. Ένα γλεντάκι ας πούμε ή ένα φριχτό ατύχημα στην εθνική εταιρία πετρελαιοειδών που θα σβήσει κάθε ίχνος από την παλιά βιογραφία. Ένα διάγγελμα θα πρέπει να έχει εκλεκτική μνήμη και όλα τα άλλα ας ζουν μες στο ψέμα, ποιος νοιάζεται, μια ολόκληρη μέρα είναι ένα δώρο αληθινό.

Οι δυο τους προβάρουν τους εαυτούς τους, φέρνοντας στο νου ένα πανόραμα από πλήθη. Ο Χανς κάνει γκριμάτσες και ο άλλος γελά, όμως το φέρσιμό τους φανερώνει μια ιδέα σοβαρότητας. Κράτα γερά Χανς, κράτα γερά, θα έρθει και η σειρά σου. Όμως, στο βάθος του δρόμου πέφτει η σιδερένια βροχή και όλα είναι σχεδόν ακίνητα.

Χανς Να με συγχωρείς καλέ μου φίλε, καμιά φορά παθιάζομαι. Και τότε στρέφομαι με κάθε μου σημασία στην τελετή του θεάτρου που είναι τόσα πολλά περισσότερα από την λαμπρή, την αγοραία τέχνη της εξαπάτησης.

Αυτά τα λόγια του δεν χάθηκαν ποτέ. Και όταν καμιά φορά ο ίδιος αντικρίζει τον καλοβαλμένο κύριο, φαντάζεται τις λεπτές, τις αδιόρατες υφάνσεις του Χανς που καθιστούν ένα διάγγελμα πετυχημένο. Τους κανόνες του γνώριζε σε βάθος εκείνος ο καλός φίλος, μα τώρα πάει καιρός που το κατάστημα έκλεισε, το χορτάρι ξεράθηκε, τα φώτα του στούντιο έκλεισαν για πάντα. Και ένα παιδί, ναι, όσο και αν μες στην καρδιά του τα αμπέλια γελούν , ωστόσο ντύνεται Στρατηγός και όλα τα ορίζει. Η ζωή εξακολουθεί μες σε ένα ξέφρενο τεχνικόλορ και όσα δεν θα πει ο καλοβαλμένος κύριος, απόψε και πάντα, ποτέ δεν θα έχουν συμβεί, σωστά; Τι δόξα καλέ μου φίλε Χανς, τι δόξα.                      

Απόστολος Θηβαίος