Απόστολος Θηβαίος | Τελευταίος σταθμός, Λευκοχώρι

© Josef Sudek

Δυο αιώνων νύχτα

 

Δράμα που διασώθηκε
Επί το πολύ πέλαγος
Του καιρού

 

(Λευκοχώρι Αρκαδίας, τρυφερό, χειμωνιάτικο απόγευμα. Εσωτερικό αναπαλαιωμένου σπιτιού με στοιχεία ρουστίκ και νότες φολκλορικής πινελιάς. Στο βάθος του δωματίου το γκρίζο, παλιό τζάκι με την εκκλησιαστική, σχεδόν βαρύτητά του. Ήχος ξύλων που καίγονται, χαμηλός φωτισμός. Στην μια πλευρά του τοίχου κρεμασμένη μια έκτακτη βελέντζα φτιαγμένη από το ακοίμητο ροδάνι. Στην άλλη πλευρά ένα δείγμα της νεοελληνικής ωμότητας σε μαύρο φόντο. Πρόκειται για ένα άσημο πορτραίτο του Χολμπάιν, μονάχα πνιγμένο στην σπάνια καρυδιά. Οι δερμάτινες πολυθρόνες, το ανάκλιντρο, το τραπέζι με τον κηροστάτη συνιστούν αναγωγές ενός θεάτρου γνώριμου, μιας οικείας φιλολογίας. Τα παιδιά που παίζουν με τις προσεγμένες πιζάμες, η μητέρα με το μοντέρνο φουστάνι στο χρώμα του κρόκου, μετέωρη ανάμεσα στον έρωτα και την οφειλή της μητρότητας. Ο πατέρας, ανάμεσα στα κάδρα των προγόνων, πνιγμένος στα χρέη και την δόξα, διαβάζει την εφημερίδα του. Την κρατάει ανάποδα και όμως μπορεί με την ίδια ευκολία να διαβάσει τους τίτλους. Είναι ντυμένος με κοστούμι London cut, φορά ημίψηλο και τσαρούχια με γουρουνίσια επένδυση. Όλα τα εκπροσωπεί, έστω και βουβά από την καλοβαλμένη του θέση. Όλα κυλούν με πίστη στην νεοελληνική μας προσωδία και η ζωή στηρίζεται πάνω σε μια μετέωρη αιχμή. Όλα τραβούν τον δρόμο τους σε εκείνο το νοικοκυριό ώσπου η πόρτα χτυπά και ο κόσμος παίρνει εμπρός.

Ένας γέρος, μια φυσιογνωμία λίγο πολύ γνωστή στέκει στην πόρτα που βλέπει προς την μπούκα του θεάτρου. Ο γέροντας φορά παραδοσιακή φορεσιά και είναι το πρόσωπό του καπνισμένο από τον δρόμο. Ο νοικοκύρης κοιτά έναν γύρω στο ξέφωτο, όλοι είναι αποκοιμισμένοι. Πηγές, ζωντανά, γείτονες, και οι νεκροί ακόμη, πιο κοιμισμένοι μοιάζουν πέρα στο φαράγγι. Τους ξεχωρίζεις γιατί λάμπουν μες στο μεσημέρι. Αν μπορούσες να θυμηθείς, θα σου μιλούσα για την μυρωδιά του βουνού και τόσα άλλα.)

Γέροντας (πρόκειται προφανώς για μια κορυφαία μορφή της ιστορίας. Θα΄λεγε κανείς αν τούτο δεν αντίβαινε τους νόμους της ζωής, πως εκεί εμπρός του στεκόταν ολοζώντανος, δριμύς σαν ψύχος, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο εκ του Κρυπτού Σκολειού του Αγώνος, ο πανταχού θρυλούμενος. Ο αιών που τα πάντα φέρει, απόψε κουβαλά τους ήρωες.) Καλησπέρα νοικοκύρη και να με συμπαθάς.

Νοικοκύρης (ιδιότητα που κατά το νεοελληνικόν αποδίδεται στους ιδιοκτήτες των πεπαλαιωμένων αρχοντικών, περιφερόμενους τας Κυριακάς εις τις πλατείες και εις τους αγρούς και εις τα παραθαλάσσια αναψυκτήρια) Καλησπέρα και σε εσάς γέροντα. Χρειάζεστε κάτι; Από πού τραβάτε; Μην πέσατε σε κάποια ανάγκη; Ποιος είστε;

Γέροντας Ο δρόμος με έφερε στο χωριό σας. Έτσι γυρνάω από ρούγα σε ρούγα. Γυρεύω τους παλιούς μου φίλους. Ίσως εσείς να γνωρίζετε τα ονόματά τους.

Νοικοκύρης Αν είναι χωριανοί θα τους ξέρω καλά και κάτι περισσότερο! (γελά με τρόπο, περήφανος που όλα τα κατέχει για της λαϊκής ζωής την βιογραφία.) Ακούω.

Γέροντας Ο Μανώλης, ο Οδυσσέας, ο Γιώργης, ο Φίλιος, ο Μιχαλιός. Είναι και άλλοι μα τούτοι ήταν καρδιακοί που λένε, άνθρωποι δικοί μου. Δεν τους φόβιζε το βόλι. Ξεύρετε κάποιον από δαύτους;

Νοικοκύρης Όχι, όχι λυπάμαι. Πώς να σας βοηθήσω; Βεβαίως, υπάρχουν αυτά τα ονόματα τριγύρω. Μα πώς να σας βοηθήσω, τα στοιχεία σας είναι λιγοστά, να με συμπαθάτε (κάνει να κλείσει την πόρτα μα ο γέροντας απλώνει το χέρι του και την συγκρατεί)

Γέροντας Νερό, λίγο νερό θα με φιλέψεις νοικοκύρη; Και έπειτα θα τραβήξω τον δρόμο μου και άλλο τίποτε δεν θα ζητήσω.

Νοικοκύρης Άκου λέει! Δεν αρνείσαι μια στάλα νερό σε ξένο. Μωρέ, τι σόι αδέρφια θα΄μαστε άμα τ΄αρνιόμαστε το νερό; Αφήνεις περιφρονημένο τον διψασμένο μωρέ; (βάζει μια φωνή και ουρλιάζει στην γυναίκα του. Ακούγονται βαδίσματα, φασαρία, ο άνδρας βάζει τις φωνές, βήματα, τρεχαλητά φθάνουν από παντού. Το νερό σταλάζει από παντού, ο άνδρας δυσανασχετεί. Κάνει ένα νεύμα και εκείνη η μορφή που τον υπηρέτησε χάνεται μες στην μυρωδιά του ξύλου.)

Γέροντας Να΄σαι καλά νοικοκύρη και έτσι να ξεδιψάς πάντα, όπως καλογέμισες την ψυχή μου. (μαλλιά μακριά, κορακάτα, στην ζώνη ασημοπίστολα, σωστός καπετάνιος των βιβλίων) Άντε τώρα να σ΄αφήσω. Πέφτει η νύχτα και οι νοικοκυραίοι τέτοια ώρα αμπαρώνουν. Η νύχτα είναι για τους αρματολούς. (ο γέρος βάζει τα γέλια και κάνει να φύγει)

Νοικοκύρης (τον κοιτάζει που φεύγει, ακούγονται τα ξύλα που καίγονται και έναν σκοπό που παιανίζει πέρα στους στρατώνες. Διστάζει μα του ξαναμιλά.) Στάσου! Γέρο, στάσου! Έλα να βάλουμε ένα κρασί, έτσι για αποχαιρετισμό. Να μην είσαι διψασμένος απ΄άνθρωπο, έτσι λένε οι παλιότεροι στο χωριό. Τι λες; Θα βάλω και μουσική να κάνουμε κέφι.

(φέρνει το ραδιοφωνάκι, το κρασί και δυο ποτήρια. Ανάβει τον καπνό του, κερνά και μερακλώνει με τον τυχαίο σκοπό του ραδιοφώνου)

Γέροντας Γιοματάρι θα΄ναι και είναι έτσι στυφό. Μα είναι καλό και σε ζεσταίνει και ταιριάζει γάντι στ΄απόγιομα. (πίνει και βαριανασαίνει και κοιτάζει τον ήλιο που πέφτει πέρα κατά την Μεγαλόπολη. Στο ραδιόφωνο πέφτει μια μουσική όλο καρδιά και βάσανο)

Θα ήθελα να σε χορτάσω
όλο χάδια και φιλιά
Θα ήθελα να σε χορτάσω
όλο χάδια και φιλιά

 (δυο φορές και ο νοικοκύρης που ακολουθεί σαν ψίθυρος την μουσική)

Γέροντας Ωραίο πράγμα που ΄ναι η μουσική παιδί μου. Εμείς δεν την χορτάσαμε στον καιρό μου, τίποτε δεν χορτάσαμε. Όλες μας οι χαρές γλιστρούσανε και χάνονταν. Χίμαιρες που λένε, χίμαιρες. Και εμείς μονάχα με την γεύση απομέναμε, σφραγισμένοι μες στις ντάπιες, ένα με την πέτρα και το λιανό κλωνάρι. Οι σύντροφοί μας γοργά που φεύγανε μες στην νύχτα. Όταν στις ώρες αρμόζουν οι έρωτες και τα μυστήρια του κορμιού, εμείς κρυφοί και μυστικοί, αποχαιρετούσαμε μες στο χώμα τα χαμένα μας αδέρφια. Έτσι περνούσε η ζωή και είχαμε για γυναίκα μας εκείνη την λιγοστή γη με τα χαμόσπιτα και τους θριγκούς μες στις ελιές θαμμένους. Οι αιωνιότητες ξεφτισμένες και τα ρέστα ποιητικά. Έτσι ήταν στον καιρό μου, παιδί μου. (και έπινε ο γέρος το κρασί στάλα την στάλα) Είναι καλή η ζωή τώρα πια, έτσι δεν είναι; (ο νοικοκύρης χαμηλώνει το βλέμμα και κοιτάζει μες στο σπίτι μην τάχα και κανείς τους ακούει)

Νοικοκύρης Η ζωή παππούλη; Πότε τάχα να΄ταν καλή; Πάλι, παράπονο δεν έχω. Και όλοι εδώ τριγύρω την ίδια γνώμη έχουν. Τον χειμώνα περνούν οι ώρες αργά, οι άνθρωποι κάνουν έρωτα, γεννάνε παιδιά, στεριώνουν τον εαυτό τους και ονειρεύονται. Ανήμερα στις γιορτές τραβάνε κατά την εκκλησιά και τις Κυριακές πεθαίνουν στα καφενεία. Μετρούμε τον καιρό με τα παιδιά μας, με το χιόνι που μαζεύεται πάνω στα μαλλιά μας, με την ώρα του καρπού και με την ώρα του θερισμού. Έτσι περνά η ζωή εδώ κάτω. Σαν ανταμώνουμε τα γένια μας έχουν μεγαλώσει, το μάτι μας είναι θαμπό και πετρωμένο. Τα σπίτια μας τα σαρώνει ο καιρός μα είναι φτιαγμένα γερά και έχουν την ευλογία μιας ραψωδίας. (Στο ραδιόφωνο παίζει ένας άλλος σκοπός.)

κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά
κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί
τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια

Γέροντας (κοιτάζει τον νοικοκύρη και μιλά με στωικότητα) Ξέρω παιδί μου. «πώς ήταν τότες η μανούλα μας παλιά», ξέρω.

Νοικοκύρης Τα ακούς τούτα τα λόγια; Αυτή είναι η ζωή εδώ και παντού και πουθενά. Αυτή είναι η ζωή, με την φορεσιά της και με τις σημασίες της. Τα ακούς τα τραγούδια γέρο; «Το κοριτσάκι μας το ντύσαμε με κουρέλια», έτσι είναι. Πουλήσαμε τα παιδιά μας σ΄άγριους εμπόρους με λιγοστό τίμημα, με το τίποτε. Ήρθαν τα τραγούδια γέρο και οι θεατρινισμοί να μας ξεσηκώνουν τις καρδιές. Και λησμονήσαμε, δεν λογαριάσαμε πως η πρώτη, εκεί έξω τέχνη, είναι εκείνη του ηθοποιού. Πιστέψαμε πως το γαλάζιο και το ιδανικό ήταν η αλήθεια μας και κάναμε ειρήνη με την ιστορία. Από δω και εμπρός, είπαμε θα τραβήξουμε τον δρόμο χτίζοντας γεφύρια ανάμεσα στα χάσματα, θα κάνουμε ότι μπορούμε για πάντα να λησμονήσουμε. Να ξεχάσουμε όλα εκείνα τα όνειρα που θάψαμε, αυτό το συμφωνήσαμε. Στήσαμε επετείους και καλοκαιρινούς θεατρινισμούς, γκρεμίσαμε τους βωμούς, φορέσαμε την κολλαριστή, γαλάζια φανέλα με την θαυμάσια φάσα στην θέση του στήθους. Όλα ξεθωριάσανε και οι θάλασσες τραβήχτηκαν στις ρίζες τους και εμείς γέρο, γινήκαμε τα αγόρια μιας ευρωπαϊκής μπαλάντας. Βάλαμε φώτα στα μνημεία να μην ξεχάσουμε πού χάσκουν και όλα τ΄άλλα τα πνίξαμε στον μπουχό. Με τα χείλη του καιρού φιλήσαμε από την αρχή τις εικόνες και τα είδωλα. Άμα γυρέψετε στις τσέπες μας θα βρείτε στάχτες και κομμάτια από ερωτιδείς. Όλα τα άλλα κύλησαν στους ουρανούς και εσύ γέρο, που απόψε κάτι μου θυμίζεις, περισσότερο από όλους χάθηκες. Άργησες και σε όλα συγκατανέψαμε πια.  Άργησες γέρο, σε περιμέναμε σε τούτα τα μέρη χρόνια τώρα. Τι σε τώρα; Γιατί πίνεις από το κρασί μου; Δεν βλέπεις που ντρέπομαι, που ΄μαι πια ένα πρόσωπο βουβό; Πώς στέκεις και πίνεις εδώ μαζί μου, τι χρονικά έχω εγώ για να σου τραγουδήσω; Μονάχα με κρασί θα σε φιλέψω, τίποτε άλλο δεν θυμάμαι. Εμείς, πια παλεύουμε με τον άγγελο και είναι πίσω μας μακριά εκείνοι οι στίχοι. Δεν θα τους ξέρεις, όταν λένε «αποσπερνές λαχταριστές και αυγές περιορισμένες.»

Γέροντας Δεν πεθαίνουν οι Αρετούσες, δεν σβήνουν τα χνάρια παιδί μου. Ώρα να πηγαίνω τώρα. Να΄σαι καλά για το φίλεμα. Και όσο για την ζωή σου, εσύ το διάλεξες. Ο θεός που προστάζει τούτο τον τόπο, είσαι εσύ παιδί μου. Αυτός ο θεός που προστάζει την Ελλάδα, είσαι εσύ. Και αν έχασε τον δρόμο η Αριάδνη, ο θρήνος της δεν έσβησε. Στάσου και άκουσέ την. Την πνίγουν οι κισσοί την φωνή της, όμως κάπου ξεχωρίζει το κλάμα της. («ο μπάρμπας σοβαρεύτηκε λιγάκι, την κούτρα ξύνει» και αργά παίρνει τον δρόμο. Πίσω του, καθώς πάντα, ένας κόσμος ελάσσων, γεμάτος από πεινασμένους, σαστισμένους, πεπλανημένους. Μια ωραία αντίθεση, κόντρα στα έπιπλα ρουστίκ και τις ωραίες τεχνοτροπίες, φάνηκε στον κατά τα άλλα ευρωπαϊκό ορίζοντα. Θυσίες, να τι ήταν εκείνες οι μορφές. Οι αθώοι που έχασαν την φωνή τους, κάποιοι που ανέχονται αδιαμαρτύρητα τούτη την παράταιρη θεραπεία του βαθιού, του εσωτερικού μας τοπίου.

Πέρα το απόγευμα σωνόταν, όπως το΄πε η Ρέα Γαλανάκη. Σαν θνήσκων έφηβος και σαν βασιλιάς. Για τον δικό μας χρόνο σας μιλώ, τον ελληνικό. Η ιστορία μας άφησε ταπί μες στο μεγάλο καρέ της εποχής, μα τι να γίνει. Ο νοικοκύρης έκλεισε την πόρτα πίσω του. Το ραδιόφωνο έπαιζε μες στην σιγαλιά εκείνα τα λαϊκά που πάντα περιγελούσαν τις δόξες και τα καθεστώτα.)

Απόστολος Θηβαίος