Σε κάθε ηλιοβασίλεμα τη θυμόταν.
Θυμόταν τα λόγια της.
“Κοίτα τον ήλιο και χαμογέλα. Αύριο το πρωί θα ναι και πάλι εκεί.
Μόνο αυτό να σκέφτεσαι”.
Πως είχε καταφέρει να βρει κάτι τόσο αληθινό,
τόσο βέβαιο,
για να κάνει τη λογική να αντέχει ακόμα μια μέρα στο παιδικό του μυαλό.
Ποιος θεός;
Τι να έλεγε αυτή η μάνα για θεούς
στο παιδί που είδε μπροστά στα μάτια του τον πατέρα του να χάνεται
στο όνομα κάποιου άλλου θεού;
Ποια ελπίδα να στεριώσει πάνω στη βάρκα
που τα κύματα τσάκιζαν τις ψυχές της με προορισμό το άγνωστο;
Όχι σε κείνη την ψυχή δε βρισκόταν θεός.
Μόνο η βεβαιότητα ότι ο ήλιος θα βγει
για άλλο ένα ταξίδι στο γαλάζιο ουρανό και την επόμενη μέρα.
Ήταν αρκετό.
Κι ας στέριωσε η ζωή τους εκεί που φτάσανε.
Τώρα ακούγεται σαν μια στιγμή και ας πήρε χρόνια.
Με τα πάνω και τα κάτω της.
Ποτέ όμως δεν τον πρόδωσε κείνη η συμβουλή της μάνας.
Ποτέ δεν τον πρόδωσε ο ήλιος,
που γαντζωμένη πάνω του ταξίδευε η λογική του.
Τότε δεν ήξερε τι σήμαινε το να αγαπάς ούτε τι σήμαινε το να ελπίζεις. Μόνο τα φωτόνια καταλάβαινε και περίμενε.
Όμως τώρα που όλα δαύτα του ναι γνωστά,
κοιτάζει τον ήλιο να χάνεται στη δύση και δεν περιμένει πλέον κάτι. Κατάφερε να πατήσει χώμα,
να νιώσει σταθερός,
μα η ψυχή του θα ταξιδεύει πάντα στο όνειρο.
Όσο δυνατός και αν έγινε
θέλοντας και μη η μοίρα τού το διάλεξε,
η μάνα του φόρτωσε πάνω στον ήλιο την ψυχή του,
να μη βλέπει την ασχήμια του κόσμου.
Και τώρα που την κρατά και πάλι μέσα του
συγχώρεσε το θεό
για όλα τα τραύματα που τον πέτυχαν στο δρόμο.
Τεντώνει τα χέρια λοιπόν,
κοιτάζει τον ήλιο
και δεν περιμένει τίποτα.
Έχει κλέψει πλέον απ΄ τη ζωή
και ότι του ρθει θα ναι κερδισμένος.
Με μια καρδιά πιο γιομάτη απ’ τους άλλους
κι ένα όνειρο πιο δυνατό, πιο ξάστερο.
Ο Κωνσταντίνος Μίχος γεννήθηκε το 1992 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός στην Πάτρα και εργάζεται στον τομέα της ενέργειας. Η συγγραφή ήταν πάντοτε μια ανάγκη. Τον τελευταίο καιρό διατηρεί ένα μπλογκ, τις Χειρόγραφες Εικόνες, όπου ανεβάζει κείμενά του.