Βάλε μου λίγη μουσική. Κι αν όχι, τουλάχιστον γράψε μου μια αράδα λέξεις, χόρτασα από εικόνες και οθόνες. Να τις σεβαστείς, να τις διαβάζω, να μου ανοίγουν την πόρτα και να είσαι κήπος άγριος και άγαρμπος. Να χαμογελάω όσο θα πέφτω.
Σε μια πραγματικότητα με τις εκκλησίες κλειστές, θα επιτρέπεται αναμφίβολα να ασπάζεσαι πίνακες στα μουσεία. Σε εκείνη την εποχή, λογοτεχνικά μας σαλόνια θα αποτελούν τα δημόσια πλυντήρια, η αισχρολατρεία θα βρίσκεται βαθύτατα νοτισμένη σε αμετάφραστες λιτανείες και γλυκές αυτοκαταστροφές θα παρουσιάζονται στων δελτίων τις καταδύσεις.
Ωστόσο ακόμα και εκεί, εσύ θα ανατέλλεις εσωτερικά συμπαγής, πρόθυμα να επωμίζεσαι ευθύνες αγνώστου πατρός, κατ’ επανάληψιν να τοποθετείσαι σε περίοπτη θέση, και διόλου αντιδραστικά μα εξόχως ανερυθρίαστα, να δηλώνεις έτοιμη από καιρό να αναλάβεις την αντανάκλαση της παρουσίας Άλλων γύρω σου.
Επιμένεις εδώ και τόσους αιώνες να ξυπνάς μακριά από εμένα, πατέρας Δομήνικος και μητέρα Ονδούρα. Κάθε ημέρα αγόγγυστα, και το όνειρο δεν έχεις διανοηθεί στιγμή να συννεφιάσεις. Ίδια τελευταία Ινδιάνα της γραμμής, γονατίζεις και γλείφεις αμήχανο καουμπόι ληστρικής επιδρομής εκλιπαρώντας επί τέλους θάνατο, και εγώ, εγώ πορεύομαι, αιώνες ήδη, με πολυκαιρισμένα τσίροτα, με ρούχα ξέφτια, κραδαίνοντας περήφανα το δικό μου, αυστηρά προσωπικό, πλακάτ:
‘Ταπεινώνομαι μα δεν εξαθλιώνομαι.’
Βάλε μου λίγη μουσική. Τώρα που κατέβηκε, βάλε μου τα άπαντα του Leonard Cohen.
Δέκα βήματα μου έμειναν εξάλλου. Μετά πυροβολώ.
* * *
Ο Γιώργος Καφετζής γεννήθηκε και μεγάλωσε επιεικώς. Αρνούμενος πεισματικά εις εαυτόν να αγγαρεύει λέξεις για τις απαραίτητες συστάσεις, συνήθως εκθέτει το περιορισμένο του βίου του με εκτενή αναφορά στις ραδιοφωνικές του εκπομπές και τις νευροεπιστήμες.